Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Στο συννεφάκι...


Τι έχει ο Αύγουστος και λυπεί τόσους; Γιατί έχουν γραφτεί τόσα γι’ αυτόν; Μπαίνει αύριο και μ’ έβαλε σε σκέψεις. Αδειάζει κάθε χρόνο η Αθήνα. Για να δούμε φέτος. Η αλήθεια είναι ότι γίνεται πιο όμορφη ή μήπως μου φαίνεται; Φέρνει και μια θλίψη μαζί του, όμως, ο Αύγουστος, αλήθεια είναι. Βέβαια, για όσους πάνε διακοπές, μόνο θλίψη δε θα φέρνει φαντάζομαι. Δεν ξέρω, μπερδεμένα τα σκέφτομαι. Χαίρομαι που αδειάζει η Αθήνα, λυπάμαι που δε θα φύγω κι εγώ να αδειάσει περισσότερο! Κι έπειτα, μετά τις 20, αρχίζουν οι επιστροφές, κι όλοι με γεμάτες μπαταρίες, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το "δύσκολο χειμώνα". Θα ‘λεγα καμία κουβέντα τώρα, αλλά άντε. Ότι το καλοκαίρι τούτο ήταν εύκολο, δηλαδή; Αμ πώς! Γιατί κοιτώντας πίσω, μου φαίνονται όλα πιο εύκολα; Μήπως γιατί όταν περνάει ο καιρός και αποκτάς απόσταση απ’ τα πράγματα καταλαβαίνεις ότι τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολα ή γιατί πραγματικά το παρόν είναι πιο δύσκολο; 

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

The end...?


Πάντα οι ανθρώπινες σχέσεις. Αυτές με απασχολούσαν, μου άρεσαν, τις παρατηρούσα, τις θαύμαζα, τις προσπαθούσα ή τις χαλούσα. Σε ξαφνιάζουν, σε ενθουσιάζουν, σε προκαλούν, σε πεισμώνουν, σε θυμώνουν, σε απογειώνουν ή σε τσακίζουν. Μέσα από αυτές μεγαλώνεις, ωριμάζεις (or not), γελάς, θυμώνεις, μαθαίνεις και προχωράς. Όταν διαλύονται πεισμώνεις, θυμώνεις, μετανιώνεις, κλαις, τιμωρείσαι και τιμωρείς. Όταν διαλύονται…

Γύρω μου διαλύονται ολοένα και περισσότερες. Δικές μου, άλλων, φιλικές ή προσωπικές. Κι αναρωτιέσαι (-μαι) τι φταίει; Εσύ; Ο άλλος; Κι οι δύο; Κανείς; Ο χρόνος; Η τριβή; Ή μήπως το παλιό μα πάντα κλασικό «παραγνωριστήκαμε»;
Δίνεις, παίρνεις, μοιράζεσαι. Συναισθήματα, εμπειρίες, στιγμές. Και τα εκτιμάς όλα. Τα φυλάς μέσα σου. Αναπολείς. Και μία ωραία μέρα… χάνονται όλα. Ο χρόνος μετά – αναλόγως τη σχέση πάντα – πένθος. Με τα σχετικά του στάδια. Σοκ, κρίση, προσαρμογή… Προσαρμογή. Σε τι; Στα νέα δεδομένα. Δεν μοιράζεσαι πια. Δεν είναι εκεί. Δεν είσαι εκεί. Προσαρμογή…

Ε, λοιπόν, εγώ βρίσκω πιο εύκολη την «προσαρμογή» σε νέες σχέσεις παρά στην αποδοχή του ότι μια παλιά δεν υπάρχει πια. Ίσως γιατί δεν πιστεύω ότι κάτι μπορεί να χαθεί. Αν υπήρξε, η «ύλη» του θα υπάρχει πάντα. Έστω, στην τότε μορφή. Μα θα υπάρχει. Ίσως αυτό είναι αδυναμία να απαγκιστρωθώ. Μπορεί. Ίσως να ‘ναι ρομαντισμός. Μπορεί. Ίσως να εθελοτυφλώ.

Γύρω μου χάνονται-διαλύονται-εξαϋλώνονται σχέσεις με απίστευτο ρυθμό. Κάθε είδους σχέσεις, με κάθε είδους τρόπο. Είτε προσωρινό είτε μόνιμο. Μικροί ή μεγάλοι θάνατοι. Με επιφανειακά ή βαθιά τραύματα. Με παράπλευρες ή όχι απώλειες. Κι είναι, σε κάθε περίπτωση, θλιβερό.

Ωστόσο, συνήθως εκεί που κάτι χάνεται, γεννιέται κάτι καινούργιο. Κι εγώ νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω (την τύχη μου;) τους νέους ανθρώπους που έχουν μπει στη ζωή μου κι ο καθένας με τον τρόπο του της δίνει κάτι. Μια «φίλ-e» με την οποία μοιράζομαι τα ίδια άγχη, τους ίδιους προβληματισμούς και που μέσα στη μέρα οι αυθόρμητες ενδείξεις ενδιαφέροντός της μου δίνουν πάντα αισιοδοξία. Κι έναν «Μπρικ» με τον οποίον υπολογίζω ότι σε λίγο θα επικοινωνούμε απλώς με σήματα καπνού. Όσο εύκολα με κάνει να γελάω, άλλο τόσο εύκολα με κάνει και να κλαίω. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση, σπανίως το βλέπει. Η δική του παρουσία ήταν ίσως και καταλυτική. Ο χρόνος θα με επιβεβαιώσει ή θα με διαψεύσει. Ωστόσο, σας ευχαριστώ και τους δύο από καρδιάς.

Οι ανθρώπινες σχέσεις μπορεί να πολύ δύσκολες, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Μήπως, όμως, τελικά εμείς είμαστε αυτοί που τις κάνουμε τόσο δύσκολες; Όταν κρυβόμαστε πίσω από εγωισμούς, ανασφάλειες, φόβους ή ό,τι άλλο; Και πάλι, ο χρόνος θα το δείξει…

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Δυνατές αδυναμίες


Περίεργο πράγμα ο άνθρωπος και οι σκέψεις του. Περίεργα κι αυτά που σε βάζουν σε σκέψεις πια, διότι περιορίζεται ο χρόνος και, κυρίως, η διάθεση.

Εμένα μ’ έκανε χθες κάτι που διάβασα να σκεφτώ τη δύναμη του ανθρώπου και τις αδυναμίες του. Τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε. Θαρρώ πως η δύναμη συνδέεται με το «μπορώ» και η αδυναμία με το «θέλω». Το «πρέπει» δε θα το βάλω στην εξίσωση, απλώς γιατί πλέον είναι το μόνο που γίνεται πράξη είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε μπορούμε είτε όχι. Κι επιστρέφω (αν και λίγο δύσκολο, διότι με αποσυντονίζει η νταλίκα που ξεφορτώνει απ’ έξω). Ξέρω πολλούς (για να μη μιλήσω για μένα) που θέλουν πολλά που δεν μπορούν να έχουν ή να κάνουν. Αυτή η αίσθηση σε κάνει να νιώθεις ανήμπορος, λειψός, λίγος. Φουντώνει μέσα σου σαν λάβα και σε καίει λίγο-λίγο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις φίλων, εγώ λέω, «άλλαξε επιθυμίες, σκέψου κάτι πιο εφικτό, πιο βατό». Μπορείς, όμως, να περιορίσεις τα θέλω; Μπορείς να ξυπνήσεις μια μέρα και να μη σου λείπουν όσοι έχουν «φύγει»; Αμφιβάλλω. Μπορείς να ξυπνήσεις μια μέρα και να μη θες πια να ταξιδεύεις; Δύσκολο. Μπορείς να ξυπνήσεις μια μέρα και να μη σ’ αρέσει η συντροφιά, η κατανόηση, η συμπόνια; Σχεδόν ανέφικτο. Μπορείς να ξυπνήσεις μια μέρα και να μη σ’ αρέσει η πραλίνα; Κατηγορηματικά όχι. Οπότε; Τι «συμβουλεύω» τους φίλους μου; Να κάνουν κάτι που δε γίνεται;

Κι έρχομαι να μου απαντήσω. Όταν αυτά ή άλλα «θέλω» μου με πνίγουν, χτυπάνε κόκκινο και φτάνουν στο σημείο να με κάνουν να νιώθω λειψή, ξαφνικά έρχονται οι αναμνήσεις των συναισθημάτων και με πλημμυρίζουν. Θυμάμαι απογεύματα να τρώμε παγωτό παρέα με τη γιαγιά μου. Θυμάμαι πρόσωπα ανθρώπων στα ταξίδια μου. Θυμάμαι πώς ήταν όταν όλοι ήμασταν πιο ανάλαφροι κι είχαμε χρόνο για τους φίλους μας. Θυμάμαι πώς ένιωθα όταν γινόμουν παραλήπτης μιας αυθόρμητης εκδήλωσης ενδιαφέροντος από φίλους. Θυμάμαι τη γεύση της πραλίνας. Θυμάμαι τον ήλιο να μου κλείνει τα μάτια και στα αυτιά μου να ηχεί ο παφλασμός των κυμάτων σε κάποιο νησί. Κι όλα αυτά μου δίνουν δύναμη.

Μπορεί να νιώθω ότι τα περισσότερα απ’ αυτά ίσως και να μην τα ξαναβιώσω (φύσει απαισιόδοξη γαρ), αλλά το ότι τα έχω ζήσει με γεμίζουν. Κι όταν τα βέλη μου δεν είναι αρκετά για τους στόχους μου, αναπολώ τη δύναμη, τις ευκαιρίες και τις συγκινήσεις και φορτίζεται η μπαταρία. Αυτό δε σημαίνει ότι επειδή τα έζησα ή τα κατάφερα κάποτε θα ξαναγίνουν. Αλλά ακριβώς επειδή τα έζησα, η φαρέτρα μου γεμίζει. Και θέτω άλλους στόχους. Γιατί εκείνα τα μπόρεσα. Τα έζησα. Τα έκανα. Τα χάρηκα. Θέτω πια στόχους ανάλογους των βελών μου, κρατώντας πάντα στόχους-όνειρα που φαντάζουν ανέφικτα. Όσο περνάει ο καιρός, όμως, και οι εμπειρίες αυξάνονται, ακόμα και τα ανέφικτα φαντάζουν εφικτά, γιατί η εμπειρία είναι δύναμη.

Αέναος, λοιπόν, ο πόλεμος αδυναμίας-δύναμης, αλλά η ζωή φροντίζει να μας δίνει «όπλα» και για τα δύο κι εμείς είμαστε ικανοί να αλλάζουμε «μέτωπο» αναλόγως συνθηκών. Δε λιποτακτούμε. Ωστόσο, προσωπικά, προτιμώ να έχω δυνατές «αδυναμίες». Γιατί αυτή τους η δύναμη δίνει και σ’ εμένα τη σιγουριά (ή την πλάνη;) ότι κάποια στιγμή μπορεί και να τις κατακτήσω. 

Νότα

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Ίσως...


Από παιδί είχα την τάση να γράφω. Έκανα αταξίες και με μάλωνε η μαμά; Δε ζητούσα συγγνώμη, έγραφα. Ερωτευόμουν συμμαθητή; Δεν του το έλεγα, το έγραφα. (Σημ. Δεν ΤΟΥ το έγραφα, απλώς το έγραφα). Πιεζόμουν ψυχολογικά; Δε μιλούσα, έγραφα. Ήταν μια κάθαρση για μένα να βλέπω στο χαρτί όσα ήθελα να πω και δεν μπορούσα. Έτσι, έχω μαζέψει πολλές σελίδες, κιτρινισμένες πια, άλλες με μουντζούρες, άλλες με δάκρυα, άλλες με ορνιθοσκαλίσματα από τα νεύρα, και κατά καιρούς ανατρέχω και θυμάμαι. Έχω πάψει να γράφω και πρόσφατα αναρωτήθηκα γιατί. Ίσως γιατί γράφω πολύ στη δουλειά. Ίσως γιατί δεν έχω λόγο. Ή μήπως γιατί αυτά που δε θέλω να πω, φοβάμαι ότι αν τα δω στο χαρτί θα με εξοργίσουν; Θα ρίξουν τη σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Μάλλον αυτό. Όμως, να, ένα τυχαίο γεγονός, οι δηλώσεις συγκεκριμένα του Ρόμπιν Ουίλιαμς στο Πρώτο Θέμα, ήταν αυτή η σταγόνα που γέμισε το «μελανοδοχείο» μου.
Μεταξύ άλλων, ο φίλτατος είπε: «Στην Αγγλία για παράδειγμα, δεν πήγα πουθενά. Τι να δω; Το παλάτι του Μπάκιγχαμ; Δε με νοιάζει. Όπως κι αν πάω στη Γερμανία, δε θα πάω να δω το Τείχος του Βερολίνου. Ωστόσο, τη Δήλο, τον Παρθενώνα και τις Μυκήνες δεν μπορείς να τις αγνοήσεις. Τα οικονομικά δεδομένα αλλάζουν συνεχώς για όλους. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η κληρονομιά, η ταυτότητά σας. Ο Παρθενώνας δε φεύγει από την Αθήνα. Είναι ακόμα εκεί για να θυμίζει ότι η πρόοδος και η ακμή μπορούν να επιστρέψουν».
Τιμητικά, δε λέω, αλλά μου θύμισαν αυτό που σκέφτομαι χρόνια τώρα. Σαφώς ο κάθε Έλληνας νιώθει υπερήφανος για τη δημοκρατία, την ιστορία και τα επιτεύγματα της Ελλάδας. Τα μάθαμε στο σχολείο, τα ακούμε, τα βλέπουμε γύρω μας. Δεκτά όλα αυτά. Ακούω, βέβαια, και πολλούς να υπερηφανεύονται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. (Μήπως, όμως, αυτή η ίδια γενιά δεν έφερε τη δική μου και τόσες άλλες γενιές σ’ αυτό το αδιέξοδο που βρισκόμαστε σήμερα;). Ένδοξο παρελθόν η Ελλάδα, κανείς δεν το αμφισβητεί. Παρόν, όμως; Η παραγωγική γενιά, και όχι μόνο, αφοπλίστηκε. Ελάχιστα τα περιθώρια δημιουργίας. Κάποιοι παππούδες, άντε και κάποιοι γονείς, άφησαν στα παιδιά τους ένα σπίτι, αλλά εμείς; Εμάς μας εμποδίζουν να κάνουμε ακόμα και παιδιά. "Οικονομική στείρωση" το λέω εγώ αυτό. Τι να τα ταΐζουμε; Μνημόνια ή χημικά στις διαδηλώσεις; Έχουμε, όμως, ελευθερία λόγου, δε λέω. Λέει ο καθένας ό,τι θέλει, έτσι; Ναι. Και ποιος μας ακούει; Ακούμε ο ένας τον άλλον να παραπονιέται και να καταλήγουμε πάντα στο «Ε, δύσκολα τα πράγματα. Υπομονή, κουράγιο, όλοι το ίδιο κουπί τραβάμε». Μωρέ, το τραβάμε. Η βάρκα πού πάει, όμως; Και το πιο σημαντικό: Ποιος την κουμαντάρει τη βάρκα; Όχι εμείς πάντως. Εμείς μόνο κουπί.

Από το «πόσα παίρνεις;», κάποτε, περάσαμε στο «σε πληρώνουν;» και καταλήξαμε στο «έχεις δουλειά;». Κι όποιος, τυχερός πλέον, έχει δουλειά είναι ο «κατέχων» της εποχής μας. Σίγουρα μας περιμένουν χειρότερες ημέρες. Σίγουρα θα ‘χουμε να λέμε πολλά στα εγγόνια των φίλων μας (γιατί εμείς, είπαμε, δεν…) αλλά μήπως να κόψουμε την «καραμέλα» του ένδοξου παρελθόντος και να δούμε πώς θα χρησιμοποιήσουμε ό,τι  κερδίσαμε από αυτό ή ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας για να πάμε ένα βήμα μπροστά; Το σίγουρο είναι ότι μέσα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες που περνάει η «καλομαθημένη» γενιά μου θα μάθουμε και κάτι, θα βγει και κάτι καλό. Ίσως να πάψει πια να ‘χει νόημα τι αυτοκίνητο οδηγείς ή αν το κινητό σου μπορεί να στύψει εικονικά πορτοκάλια πιο γρήγορα από νοικοκυρά στα όρια νευρικού κλονισμού. Ίσως να ξαναγίνουμε ευγενικοί, φιλότιμοι, φιλεύσπλαχνοι. Ίσως να γνωρίσουμε το γείτονα, να του λέμε «καλημέρα» ακόμα κι όταν δεν ξέρουμε το όνομά του. Ίσως μάθουμε να μαγειρεύουμε τώρα που τα ντιλιβεράδικα θα κλείνουν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Ίσως θυμηθούμε πώς είναι να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια, μιας και τελευταία μόνο μηχανικά γίνεται, ως άμυνα. Ίσως η δυσκολία να μας δέσει, να μας θυμίσει τι είναι μπέσα, ανθρωπιά, ανιδιοτέλεια. Ίσως να μη θυμόμαστε τους άστεγους μόνο όταν χιονίζει ή τα ορφανά μόνο τα Χριστούγεννα. Ίσως…

Δε φτάνει μόνο να ελπίζουμε. Δε φτάνει μόνο η οργή. Δε φτάνει μόνο η υπερηφάνεια για το παρελθόν. Δε φτάνει μόνο ο θυμός. Ίσως αν αλλάξει ο καθένας ξεχωριστά, να αλλάξει κι η κατάσταση. Ίσως να ‘μαι ακόμα ονειροπόλα. Ίσως…


Νότα