Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Ίσως...


Από παιδί είχα την τάση να γράφω. Έκανα αταξίες και με μάλωνε η μαμά; Δε ζητούσα συγγνώμη, έγραφα. Ερωτευόμουν συμμαθητή; Δεν του το έλεγα, το έγραφα. (Σημ. Δεν ΤΟΥ το έγραφα, απλώς το έγραφα). Πιεζόμουν ψυχολογικά; Δε μιλούσα, έγραφα. Ήταν μια κάθαρση για μένα να βλέπω στο χαρτί όσα ήθελα να πω και δεν μπορούσα. Έτσι, έχω μαζέψει πολλές σελίδες, κιτρινισμένες πια, άλλες με μουντζούρες, άλλες με δάκρυα, άλλες με ορνιθοσκαλίσματα από τα νεύρα, και κατά καιρούς ανατρέχω και θυμάμαι. Έχω πάψει να γράφω και πρόσφατα αναρωτήθηκα γιατί. Ίσως γιατί γράφω πολύ στη δουλειά. Ίσως γιατί δεν έχω λόγο. Ή μήπως γιατί αυτά που δε θέλω να πω, φοβάμαι ότι αν τα δω στο χαρτί θα με εξοργίσουν; Θα ρίξουν τη σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Μάλλον αυτό. Όμως, να, ένα τυχαίο γεγονός, οι δηλώσεις συγκεκριμένα του Ρόμπιν Ουίλιαμς στο Πρώτο Θέμα, ήταν αυτή η σταγόνα που γέμισε το «μελανοδοχείο» μου.
Μεταξύ άλλων, ο φίλτατος είπε: «Στην Αγγλία για παράδειγμα, δεν πήγα πουθενά. Τι να δω; Το παλάτι του Μπάκιγχαμ; Δε με νοιάζει. Όπως κι αν πάω στη Γερμανία, δε θα πάω να δω το Τείχος του Βερολίνου. Ωστόσο, τη Δήλο, τον Παρθενώνα και τις Μυκήνες δεν μπορείς να τις αγνοήσεις. Τα οικονομικά δεδομένα αλλάζουν συνεχώς για όλους. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η κληρονομιά, η ταυτότητά σας. Ο Παρθενώνας δε φεύγει από την Αθήνα. Είναι ακόμα εκεί για να θυμίζει ότι η πρόοδος και η ακμή μπορούν να επιστρέψουν».
Τιμητικά, δε λέω, αλλά μου θύμισαν αυτό που σκέφτομαι χρόνια τώρα. Σαφώς ο κάθε Έλληνας νιώθει υπερήφανος για τη δημοκρατία, την ιστορία και τα επιτεύγματα της Ελλάδας. Τα μάθαμε στο σχολείο, τα ακούμε, τα βλέπουμε γύρω μας. Δεκτά όλα αυτά. Ακούω, βέβαια, και πολλούς να υπερηφανεύονται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. (Μήπως, όμως, αυτή η ίδια γενιά δεν έφερε τη δική μου και τόσες άλλες γενιές σ’ αυτό το αδιέξοδο που βρισκόμαστε σήμερα;). Ένδοξο παρελθόν η Ελλάδα, κανείς δεν το αμφισβητεί. Παρόν, όμως; Η παραγωγική γενιά, και όχι μόνο, αφοπλίστηκε. Ελάχιστα τα περιθώρια δημιουργίας. Κάποιοι παππούδες, άντε και κάποιοι γονείς, άφησαν στα παιδιά τους ένα σπίτι, αλλά εμείς; Εμάς μας εμποδίζουν να κάνουμε ακόμα και παιδιά. "Οικονομική στείρωση" το λέω εγώ αυτό. Τι να τα ταΐζουμε; Μνημόνια ή χημικά στις διαδηλώσεις; Έχουμε, όμως, ελευθερία λόγου, δε λέω. Λέει ο καθένας ό,τι θέλει, έτσι; Ναι. Και ποιος μας ακούει; Ακούμε ο ένας τον άλλον να παραπονιέται και να καταλήγουμε πάντα στο «Ε, δύσκολα τα πράγματα. Υπομονή, κουράγιο, όλοι το ίδιο κουπί τραβάμε». Μωρέ, το τραβάμε. Η βάρκα πού πάει, όμως; Και το πιο σημαντικό: Ποιος την κουμαντάρει τη βάρκα; Όχι εμείς πάντως. Εμείς μόνο κουπί.

Από το «πόσα παίρνεις;», κάποτε, περάσαμε στο «σε πληρώνουν;» και καταλήξαμε στο «έχεις δουλειά;». Κι όποιος, τυχερός πλέον, έχει δουλειά είναι ο «κατέχων» της εποχής μας. Σίγουρα μας περιμένουν χειρότερες ημέρες. Σίγουρα θα ‘χουμε να λέμε πολλά στα εγγόνια των φίλων μας (γιατί εμείς, είπαμε, δεν…) αλλά μήπως να κόψουμε την «καραμέλα» του ένδοξου παρελθόντος και να δούμε πώς θα χρησιμοποιήσουμε ό,τι  κερδίσαμε από αυτό ή ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας για να πάμε ένα βήμα μπροστά; Το σίγουρο είναι ότι μέσα απ’ όλες αυτές τις δυσκολίες που περνάει η «καλομαθημένη» γενιά μου θα μάθουμε και κάτι, θα βγει και κάτι καλό. Ίσως να πάψει πια να ‘χει νόημα τι αυτοκίνητο οδηγείς ή αν το κινητό σου μπορεί να στύψει εικονικά πορτοκάλια πιο γρήγορα από νοικοκυρά στα όρια νευρικού κλονισμού. Ίσως να ξαναγίνουμε ευγενικοί, φιλότιμοι, φιλεύσπλαχνοι. Ίσως να γνωρίσουμε το γείτονα, να του λέμε «καλημέρα» ακόμα κι όταν δεν ξέρουμε το όνομά του. Ίσως μάθουμε να μαγειρεύουμε τώρα που τα ντιλιβεράδικα θα κλείνουν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Ίσως θυμηθούμε πώς είναι να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια, μιας και τελευταία μόνο μηχανικά γίνεται, ως άμυνα. Ίσως η δυσκολία να μας δέσει, να μας θυμίσει τι είναι μπέσα, ανθρωπιά, ανιδιοτέλεια. Ίσως να μη θυμόμαστε τους άστεγους μόνο όταν χιονίζει ή τα ορφανά μόνο τα Χριστούγεννα. Ίσως…

Δε φτάνει μόνο να ελπίζουμε. Δε φτάνει μόνο η οργή. Δε φτάνει μόνο η υπερηφάνεια για το παρελθόν. Δε φτάνει μόνο ο θυμός. Ίσως αν αλλάξει ο καθένας ξεχωριστά, να αλλάξει κι η κατάσταση. Ίσως να ‘μαι ακόμα ονειροπόλα. Ίσως…


Νότα