Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Περί ελικοπτέρων ο λόγος...

 Λένε πως τα υλικά αγαθά δε φέρνουν την ευτυχία. Λένε, όμως, επίσης ότι καλύτερα να κλαις μέσα σε μία Porsche παρά σε ένα Punto. Λένε επίσης ότι δεν έχουν δει ποτέ οδηγό Porsche στενοχωρημένο. Εγώ πάλι λέω ότι δε θέλω ελικόπτερο...


 Πριν από πολύ καιρό, σε μια συζήτηση σχετικά με την ευτυχία, κάποιος μου είπε πως αν θέτεις ψηλά τις προσδοκίες σου, δε θα είσαι ποτέ ευτυχισμένος. Αν, δηλαδή, κάθεσαι και κλαις γιατί θα ήθελες ένα ελικόπτερο και δεν το έχεις, δε θα νιώσεις ποτέ ευτυχισμένος. Μου 'κατσε αυτό το ελικόπτερο. Και συχνά γίνεται αφορμή για να σκεφτώ τι είναι τελικά αυτό που μας κάνει ευτυχισμένους. Είναι υλικά αγαθά ή συναισθήματα; Είναι και τα δύο μαζί στην κατάλληλη αναλογία ή κάτι άλλο που εμένα τώρα μου διαφεύγει; Είναι μια ευθεία γραμμή ήρεμης και ισορροπημένης ζωής ή πολλές μικρές στιγμές χαράς, γέλιου, χαλάρωσης, τρέλας; 

 Αν εγώ προσωπικά κάτσω να αναλογιστώ πότε αισθάνθηκα ευτυχία (με την έννοια που την ορίζω εγώ κι όχι το γενικό σύνολο, γιατί είναι γνωστό τοις πάσι περί ποιας τρελής μιλάμε) θα αράδιαζα τις παρακάτω (σε τυχαία σειρά, όπως μου 'ρχονται στο κεφάλι):
Ένα πρωί που ξύπνησα και είδα στο δωμάτιό μου έναν τεράστιο ασπρόμαυρο σκύλο, δώρο-έκπληξη από τη μαμά. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο από αυτό το ζωντανό. Ούτε τι περάσαμε μαζί ούτε τι απέγινε. Θυμάμαι μόνο αυτή, την πρώτη μας επαφή, που ξύπνησα, τον είδα και αναρωτιόμουν αν κοιμόμουν ακόμη, μιας και έμοιαζε πολύ με έναν πανέμορφο σκύλο που χάζευα σε μία διαφήμιση οδοντόκρεμας (τότε, τα παλιά τα χρόνια...)
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα σε ένα μπαλκόνι στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας του Χαλανδρίου, που τρώγαμε με τη μάνα μου κεράσια και παίζαμε τάβλι. Ακόμα με μάθαινε νομίζω τότε. Ακόμα κέρδιζε... (γκούχου, γκούχου). Δεν ξέρω αν ήταν τα χρώματα του ουρανού, οι μυρωδιές από τα λουλούδια στο μπαλκόνι, η γεύση από τα κεράσια ή τι άλλο. Ξέρω μόνο ότι στη μνήμη μου έχει καταγραφεί ως μία στιγμή ευτυχίας.
Ένα δύσκολο βράδυ, παραμονή της εκταφής της γιαγιάς μου, όπου διαφωνούμε με τη μάνα μου στο ότι εγώ ήθελα να παραστώ στην όλη διαδικασία, ενώ εκείνη επέμενε ότι θα ήταν αποκρουστικό το θέαμα και δεν έπρεπε να το κάνω. Εγώ θεωρούσα ότι ήταν υποχρέωσή μου να το κάνω. Ότι κάπως έτσι ίσως να τιμούσα τη μνήμη της μα και την ίδια. Πάνω στην έντονη συζήτηση, παύση και από τις δύο. Σωπαίνω γιατί θεωρώ κάπως απόκοσμο αυτό που μου συμβαίνει και δεν τολμώ να το μοιραστώ. Δε θυμάμαι ποια έκανε την αρχή, μα και οι δύο τελικά είπαμε πως για κάποιες στιγμές νιώσαμε την παρουσία της στον χώρο. Κι ενώ ήταν μια δύσκολη συζήτηση, μια δύσκολη, ίσως και άβολη, στιγμή, και πάλι στη συναισθηματική μου μνήμη καταγράφηκε σαν μια στιγμή ευτυχίας... Γιατί ένιωσα μια παρουσία που μου έλειπε καιρό...
Η φωνή της μάνας μου κάθε βράδυ που μου τηλεφωνούσε όταν ήμουν στην Κίνα. Ναι, κάθε μέρα βλέπεις τη μάνα σου. Όταν όμως είσαι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, δουλεύεις 18 ώρες τη μέρα σε δύσκολες συνθήκες, και γυρνάς το βράδυ στο ξενοδοχείο κατάκοπη και δεν έχεις με ποιον να μοιραστείς την εμπειρία, η γνώριμη - από τη μήτρα κιόλας - φωνή της μαμάς είναι βάλσαμο, πιστέψτε με! Η φωνή του Μανώλη που μου τηλεφώνησε τον Δεκαπενταύγουστο για να μου ευχηθεί (πάλι στην Κίνα...)Και καταλήγουμε να μιλάμε κανά μισάωρο. Κι εγώ να κλαίω, αλλά να μην το ξέρει. Γιατί με θυμήθηκε, γιατί της βγήκε το τηλεφώνημα περισσότερο από ό,τι να με πήγαινε στο Χίλτον για σούσι, γιατί χωρίς να είναι ήταν εκεί...
 Θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο. Αλλά ίσως κανείς να μη διαβάσει τελικά μέχρι το τέλος, παρά μόνο αυτοί που αναφέρω. Γιατί μάλλον κανείς - εκτός από αυτούς που "παίζουν" στην κάθε στιγμή - δεν μπορεί να μοιραστεί το μέγεθος του συναισθήματος. Εντάξει, ίσως αν έγραφε ο Καζαντζάκης να μπορούσε να το μεταδώσει. Αλλά γράφω εγώ. Κι εγώ απλώς περιγράφω. Με λίγες λέξεις, γιατί η αλήθεια είναι ότι με παρέσυραν λίγο οι αναμνήσεις και έχασα τον ειρμό μου. ΑΛΛΑ, καταλήγω...
Είδατε να αναφέρω πουθενά ελικόπτερα ή Porsche; Όχι! Γιατί το συναίσθημα το φτιάχνουν οι άνθρωποι. Καμιά φορά σε συνδυασμό με εικόνες, μυρωδιές και ήχους. Όχι τα αντικείμενα. Εγώ, λοιπόν, δε θέλω ελικόπτερο. Θέλω στιγμές, φίλους, γέλια, κλάματα, θύμησες, δυσκολίες και περιπέτειες. Θέλω δίπλα μου τη μάνα μου, τους ανθρώπους που αγαπώ, συμπαθώ ή ερωτεύομαι και τις αναμνήσεις από τους ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή. Αυτά αρκούν. Αυτά με κάνουν ευτυχισμένη. 

Υ.Γ: Τον κανόνα (μου) επιβεβαιώνει η εξαίρεση. Από τα παραπάνω εξαιρούνται μερικά αντικείμενα (αν μπορούν να θεωρηθούν τέτοια): Το Marlboro, τα πιτόγυρα, η Guinness και η σοκολάτα! Γιατί κι αυτά χαρίζουν μεγάλες στιγμές ευτυχίας! 


Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

"Επιβήτορες" και άλλα

 Όταν είσαι "φρέσκος" σε μία ξένη χώρα και δεν έχεις ακόμα αποκτήσει μεγάλο φιλικό περιβάλλον, περνάς αρκετές ώρες μπροστά στον υπολογιστή. Μιλάς με παλιούς φίλους, γελάς, σχολιάζεις, χαζολογάς. Και πέφτεις και πάνω σε κάτι αναρτήσεις αυτοαποκαλούμενων συγγραφέων που εκθειάζουν εαυτόν και μεταξύ άλλων βλέπεις σχόλια αναγνωστών τους που τις συγκρίνουν με τον Μπουκόφσκι, μεταξύ άλλων. Και λες, "Δεν μπορεί, την τρολάρουν. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν διαβάσει Μπουκόφσκι ή έχουν δει έστω ρητά του σε φωτογραφίες εξώφυλλων άλλων, ας πούμε, και να τολμούν να συγκρίνουν τα ασύγκριτα!" 

 Σοφό το "για να έχεις γνώμη, πρέπει να έχεις γνώση". Έχω διαβάσει δύο βιβλία της περί ης ο λόγος. Μη ρωτάτε τίτλους, δε θυμάμαι καν! Και η άποψή μου είναι ότι για άρλεκιν πλήρως πορνογραφικού περιεχομένου, μάλλον καλά τα λέει. Αλλά ως εκεί. Η περί ης ο λόγος, που για λόγους συντομίας εφεξής θα αποκαλώ "αυτή", σε ανάρτηση-ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού για το νέο της συγγραφικό ατόπημα, ανέφερε πόσες σελίδες είχε γράψει εκείνη την ημέρα καθώς και ότι θα χαλάρωνε έπειτα βλέποντας "Σουλεϊμάν". Ναι, Σουλεϊμάν. Προφανώς από εκεί αντλεί και έμπνευση. Και προφανώς δεν την ενοχλεί που η ελληνική τηλεόραση βρίθει από τουρκικές σειρές (που τις πουλάνε σε καλάθια εκεί). Προφανώς δεν την ενοχλεί που έχουν χάσει τις δουλειές τους τόσοι Έλληνες ηθοποιοί-τεχνικοί-παραγωγοί και πόσοι άλλοι. Προφανώς δεν την ενοχλεί που τόσος κόσμος "υπνωτίζεται" (για να μην μπω χαζεύει) μπροστά στο χαζοκούτι παρακολουθώντας μια -πολλές φορές-βολικότατη εικόνα της Τουρκίας. Προφανώς δεν την ενοχλεί, γιατί κανένα της βιβλίο δε θα μπορούσε να γίνει σειρά με τηλεθέαση. (Οι σειρές τέτοιου περιεχομένου προβάλλονται ώρες που το κοινό της βλέπει όνειρα ή προσπαθεί να κάνει πράξη ερωτικές σκηνές που διάβασε σε κάποιο βιβλίο της- με αποτυχία εικάζω, μιας και δεν κυκλοφορούν και πολλοί "επιβήτορες" εκεί έξω...)

 Έχει πολλές δυσκολίες η μετοίκιση σε ξένη χώρα. Αλλά όταν βλέπω τι επικρατεί (για να μην πω επιπλέει) στη γενέτειρά μου, νιώθω πολύ καλά που με χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα από αυτή. Χώρα που γέννησε τον πολιτισμό, που δίδαξε τη δημοκρατία, που έβγαλε Σωκράτη και έχτισε Παρθενώνα, που έβγαλε Ελύτη και Καζαντζάκη, είναι ΚΑΤΑΝΤΙΑ να ανεβάζει σε βάθρα τυχάρπαστες γεροντομπεμπέκες με προφανή απωθημένα που χρήζουν εαυτούς συγγραφείς, γελοίους, βλαχομπαρόκ, μποτοξαρισμένους επιχειρηματίες-δημοσιογράφους-εκδότες-παρουσιαστές-διαζευγμένους που πουλάνε μούρη σε Μυκόνους και Κολωνάκια, και άλλα τόσα τραγελαφικά είδη, που καθιστούν μια χώρα που άλλοτε ήταν "λατομείο" πνεύματος, σήμερα να κάνει τους ανθρώπους που έφυγαν από αυτή να λυπούνται ΜΟΝΟ που έχασαν τον ήλιο, που τσάμπα καίει τον αποβλακωμένο Έλληνα που πίνει αραχτός τη φραπεδάρα του, βρίζοντας αυτούς που ο ίδιος ψηφίζει να τον κυβερνούν σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα...

Υ.Γ1: Συνήθως τα κείμενά μου συνοδεύει μια φωτογραφία. Στο παρόν θα ήθελα να φαντάζεστε το κεφάλι μου φωτοσοπαρισμένο πάνω σε μία αμαζόνα... Ελλείψει ικανοτήτων photoshop, το αφήνω στη φαντασία σας.

Υ.Γ2: Ο παγκόσμιος κινηματογράφος σήμερα έχασε ένα διαμάντι υποκριτικής, τον Ρόμπιν Γουίλιαμς. Οι αποβλακωμένοι αναγνώστες άραγε τον ήξεραν ή κλαίνε τον τραγουδιστή; 


Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

25η Ώρα

11:30 βράδυ Πέμπτης και ξαπλώνοντας αναπαυτικά στο κρεβάτι διαβάζω τις τελευταίες σελίδες από το θρίλερ που διαβάζω τις τελευταίες δέκα μέρες. Εξαιρετική τροπή, αναπάντεχη ανατροπή στο τέλος, αγωνία και ένα αίσθημα ολοκλήρωσης της ιστορίας στην τελευταία σελίδα. Τέσσερα βήματα ως τη βιβλιοθήκη μετά, για την επιλογή του επόμενου. Το βρήκα, “The Celestine Prophecy”, μου το πρότειναν πρόσφατα ως εξαιρετικό. Αλλά νύσταξα, θα το ξεκινήσω αύριο. Σβήνω το φως, ξαπλώνω κι εκεί που είμαι έτοιμη να κοιμηθώ ακούω τη «Νέμεσή» μου… Ένα ηχηρό και πεντακάθαρο τικ-τακ ρολογιού! «Δεν μπορεί», σκέφτομαι, «εγώ δεν έχω ρολόι πουθενά!» Ανάβω το φως κι αρχίζω να ψάχνω τριγύρω για κάποιο ξεχασμένο ρολόι, αν κι ήμουν σίγουρη ότι αποκλείεται να υπάρχει κάτι τέτοιο στο δωμάτιό μου. Ο ήχος – όπως γίνεται με καθετί ενοχλητικό – αυξάνεται όσο εστιάζω σε αυτόν. Γίνεται πιο έντονος. Πλέον ηχεί σαν καμπάνα στα αυτιά μου. Τα νεύρα εντείνονται όσο και η – φρενήρης πλεόν - προσπάθειά μου να βρω την προέλευσή του. Εστιάζω στον τοίχο, κολλάω το αυτί μου λες και προσπαθούσα να ακούσω τι λένε οι γείτονες και τον εντοπίζω! Μεσοτοιχία με το δωμάτιό μου είναι η εξωτερική αποθήκη του ορόφου, όπου και βρίσκονται ρολόγια του ρεύματος κ.ο.κ.

Αναγνωρίζοντας την ξεκάθαρη ήττα μου, μη έχοντας λύση στο πρόβλημά μου, βάζω τις ωτοασπίδες και προσπαθώ να κοιμηθώ. Μάταια, όμως. Αυτό το τικ-τακ μού ξύπνησε σκέψεις. Σκέψεις σχετικές με τον χρόνο και γιατί τον απεχθάνομαι το ίδιο έντονα όσο πιθανόν να τον αγαπώ. Τον απεχθάνομαι γιατί περνώντας κάνει κάποιες αναμνήσεις μου να ξεθωριάζουν. Μπορεί πιθανόν να μην ξεχάσω ποτέ ότι τη στιγμή που έμπαινα μαζί με τη μαμά στο αεροδρόμιο, νιώθοντας ξεριζωμένες – όχι από την πατρίδα, αλλά από τους δικούς μας ανθρώπους – για να δημιουργήσουμε μια πιο ήρεμη ζωή στο εξωτερικό, ακουγόταν από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου η μουσική από την «Πολίτικη Κουζίνα»…. Αλλά ίσως κάποια στιγμή να ξεχάσω ότι μέσα στο αεροπλάνο – σε αυτές τις 3,5 ώρες – πέρασε όλο μου το παρελθόν μπροστά από τα μάτια μου κι αναρωτιόμουν αν κάνουμε το σωστό…

Μπορεί να ξεχάσω πόσο καιρό χρειαστήκαμε για να τακτοποιηθούμε, να μπούμε στο σπίτι μας, να ηρεμήσουμε και να δρομολογήσουμε τη – νέα – ζωή μας, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία νομίζω ήρθαμε πιο κοντά από ποτέ, περιπλανώμενες μεν σαν αθίγγανες, αλλά στηρίζοντας η μία την άλλη στωικά αλλά δυσδιάκριτα για τον «πολύ κόσμο».

Μπορεί κάποια στιγμή να ξεχάσω τους «φίλους» που πέρασαν κι έφυγαν από τη ζωή μου σαν τυφώνες…. Τυφώνες, λάθος λέξη. Αυτοί πίσω τους αφήνουν ερείπια…. Εγώ νιώθω πιο δυνατή τελικά κάθε φορά που φεύγει κάποιος. Γιατί; Γιατί καταλαβαίνω ότι μπορώ και χωρίς αυτόν. Οπότε, χμ… Που πέρασαν κι έφυγαν από τη ζωή μου ως περαστικοί. Ναι, περαστικοί ήταν. Δε θα ξεχάσω, όμως, ότι έστω στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα, μαζί τους γέλασα, έκλαψα, μοιράστηκα, ονειρεύτηκα.

Μπορεί κάποια στιγμή να ξεχάσω τη φωνή της γιαγιάς μου, που μου τηλεφωνούσε ανά δεκάλεπτο για να μου πει κάτι ανούσιο και με εκνεύριζε σε βαθμό υστερίας, αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ το παγωτό ξυλάκι που τρώγαμε για να δροσιστούμε τα καλοκαίρια στο σαλονάκι της (παρά την ανυπόφορη μυρωδιά ναφθαλίνης που αναδυόταν από το σπίτι της πάντα!)

Εν ολίγοις, ο χρόνος περνάει. Και παίρνει μαζί του πολλά. Και αφήνει πίσω του επίσης πολλά. Κι έρχεται κάποια στιγμή – με αφορμή ένα «τικ-τακ» ενός ρολογιού από την αποθήκη, που σου ‘ρχονται όλα στο μυαλό. Κι αυτά που ξεχνάς ακόμα εκεί είναι. Ίσως να κρύβονται για να μην πονάς. Ίσως τα κρύβεις για να μην πονάς. Αλλά θα ‘ρθει μια στιγμή, μια ώρα, που θα σου ‘ρθουν πάλι όλα στο μυαλό. Είναι σίγουρα η 25η ώρα… Γιατί τελικά εκεί τα φορτώνουμε όλα. Αυτά που δεν έχουμε το κουράγιο να διαγράψουμε, να ξεχάσουμε, να ονειρευτούμε ή να ζήσουμε. Στο χρόνο που μας λείπει. Στην ώρα που μας λείπει. Στην ώρα που υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχει. Στην 25η.

(Το κείμενο εστάλη στο 25th Hour Project. Ίσως το διαβάσουμε κι εκεί, λοιπόν...)