Ήταν η σχέση μας πάντα περίεργη. Δεν ήμουν η αγαπημένη της εγγονή. Οι άλλες ήταν. Ίσως επειδή την είχαν ξεχάσει χρόνια κι εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά τους, ενώ τη δική μου την είχε - ας πούμε - δεδομένη. Κι ενώ μέχρι που έφυγε είχαμε περάσει πάρα πολλά μαζί, από όταν έφυγε λίγα πράγματα θυμάμαι από εκείνη...
Θυμάμαι χειμωνιάτικα Σαββατόβραδα που τρώγαμε μανέστρα με λεμόνι για βράδυ κι έπειτα περιμέναμε να δούμε το "ελληνικό" στην τηλεόραση. Εμένα συνήθως με έπαιρνε πρώτη ο ύπνος, αλλά συχνά πυκνά με ξυπνούσε το ροχαλητό της και το ενοχλητικό - όταν κοιμάσαι - φως της τηλεόρασης.
Θυμάμαι να πηγαίνω Μ. Πέμπτη στο σπίτι της και να μυρίζει όλη η πολυκατοικία από τα τσουρέκια της.
Θυμάμαι καλοκαιρινά απογεύματα στο Πεδίο του Άρεως, εγώ να παίζω στα χώματα κι εκείνη να κάνει βελονάκι σε κάποιο παγκάκι μιλώντας κάπως αδιάφορα στις διπλανές της.
Θυμάμαι να με σέρνει - σχεδόν κυριολεκτικά - από εκκλησία σε εκκλησία και να με βάζει να της γράφω τα "Υπέρ Υγείας " και τα "Υπέρ Αναπαύσεως", γιατί ήταν αναλφάβητη.
Θυμάμαι να με πηγαίνει στο Μινιόν, στο Ζάππειο, στην Αιδηψό, σε μια συναυλία της Αλεξίου (στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γιατί ήταν συντοπίτισσά της).
Θυμάμαι να με πηγαίνει στο Μινιόν, στο Ζάππειο, στην Αιδηψό, σε μια συναυλία της Αλεξίου (στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γιατί ήταν συντοπίτισσά της).
Θυμάμαι ότι όταν έγινε ο σεισμός το 1999, την πήραμε σπίτι για να μη φοβάται. (Που πιο πιθανό θα ήταν ο σεισμός να φοβόταν τη γιαγιά μου παρά το αντίθετο). Δεν άντεξε πάνω από δύο μέρες, ήθελε τη βολή της, τη μοναξιά της...
Θυμάμαι μια Δευτέρα που πήγα να της αφήσω κάτι σπίτι της. Δεν ανέβηκα καν πάνω, με περίμενε στο πεζοδρόμιο. Είχα πάρα πολλά νεύρα, είχε γίνει πολύ κουραστική. Επαναλαμβανόταν συνέχεια, τηλεφωνούσε είκοσι φορές να πει το ίδιο πράγμα. Αλλά εγώ δεν είχα καμία κατανόηση, καμία συμπόνια. Ούτε για την ηλικία ούτε για την κούρασή της. Και φεύγοντας της είπα: "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ!"
Και μετά θυμάμαι ένα τηλεφώνημα την επόμενη Δευτέρα το απόγευμα. "Νότα, η γιαγιά σου πέθανε".
Θυμάμαι μια Δευτέρα που πήγα να της αφήσω κάτι σπίτι της. Δεν ανέβηκα καν πάνω, με περίμενε στο πεζοδρόμιο. Είχα πάρα πολλά νεύρα, είχε γίνει πολύ κουραστική. Επαναλαμβανόταν συνέχεια, τηλεφωνούσε είκοσι φορές να πει το ίδιο πράγμα. Αλλά εγώ δεν είχα καμία κατανόηση, καμία συμπόνια. Ούτε για την ηλικία ούτε για την κούρασή της. Και φεύγοντας της είπα: "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ!"
Και μετά θυμάμαι ένα τηλεφώνημα την επόμενη Δευτέρα το απόγευμα. "Νότα, η γιαγιά σου πέθανε".
Όσα ακολούθησαν εκείνη τη μέρα βρίσκω περιττό να τα αναφέρω. Θα πω μόνο πως μέχρι και τη στιγμή της ταφής δεν το πίστευα. Ήταν η προσωποποίηση του "πιάνει την πέτρα και τη στύβει". Ήταν ο πιο σκληρός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ήταν ίσως και το μόνο στήριγμα που είχαμε... Και στην αφέλεια της νιότης πίστευα ότι δε θα έφευγε ποτέ. Στην άρνηση του θανάτου δε, ακόμα θέλω να πιστεύω ότι δεν έφυγε ποτέ. (Μην αρχίσω να λέω πόσες φορές τη νιώθω κοντά μου, γιατί θα μου κλείσετε ραντεβού σε ψυχίατρο, θαρρώ)
Θα αναφερθώ μόνο στις συνέπειες που είχε πάνω μου όλο αυτό το "Πέμπτη-Δευτέρα" που περιέγραψα πιο πάνω. Αφενός είμαι ανίκανη να βγάλω ανθρώπους από τη ζωή μου, να βάλω τελείες, να διαγράψω. Δεν μπορώ το τέλος. Δεν μπορώ να το δεχθώ, δεν μπορώ να το χωνέψω, ρε παιδί μου. Αφετέρου, προσέχω - συνήθως - ποια θα είναι τα τελευταία λόγια που θα πω σε κάποιον, γιατί έμαθα the hard way ότι μπορεί πράγματι να είναι τα τελευταία...
Άφησα για το τέλος μια πικρή "ανάμνηση". Δε θυμάμαι να σου είπα ποτέ "Σ' αγαπώ", ρε γιαγιά... Ίσως τελικά εγώ να σε είχα πιο πολύ δεδομένη από όσο εσύ εμένα. Συγγνώμες σού έχω ζητήσει πολλές, κυρίως για εκείνη την Πέμπτη. Το αν τις "ακούς" ή όχι περνάει στα μεταφυσικά πια... Κι όσο θα με τρώει το "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ" μέχρι να 'ρθει κι η δική μου η ώρα, άλλο τόσο θα με τρώει που δε σου είπα ποτέ κι ότι σ' αγαπούσα, ότι σ' αγαπώ. Κι αν και πλέον δεν έχει ίσως καμία αξία, θέλω να σου πω κι ότι μου λείπεις. Και πλέον δεν απορώ γιατί δεν παραπονιόσουν ποτέ όταν έπεφτε το λιωμένο κερί στο χέρι σου στον επιτάφιο. Ξέρω.