Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Μου λείπεις, γιαγιά...

Ήταν η σχέση μας πάντα περίεργη. Δεν ήμουν η αγαπημένη της εγγονή. Οι άλλες ήταν. Ίσως επειδή την είχαν ξεχάσει χρόνια κι εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά τους, ενώ τη δική μου την είχε - ας πούμε - δεδομένη. Κι ενώ μέχρι που έφυγε είχαμε περάσει πάρα πολλά μαζί, από όταν έφυγε λίγα πράγματα θυμάμαι από εκείνη...

Θυμάμαι χειμωνιάτικα Σαββατόβραδα που τρώγαμε μανέστρα με λεμόνι για βράδυ κι έπειτα περιμέναμε να δούμε το "ελληνικό" στην τηλεόραση. Εμένα συνήθως με έπαιρνε πρώτη ο ύπνος, αλλά συχνά πυκνά με ξυπνούσε το ροχαλητό της και το ενοχλητικό - όταν κοιμάσαι - φως της τηλεόρασης. 
Θυμάμαι να πηγαίνω Μ. Πέμπτη στο σπίτι της και να μυρίζει όλη η πολυκατοικία από τα τσουρέκια της.
Θυμάμαι καλοκαιρινά απογεύματα στο Πεδίο του Άρεως, εγώ να παίζω στα χώματα κι εκείνη να κάνει βελονάκι σε κάποιο παγκάκι μιλώντας κάπως αδιάφορα στις διπλανές της.
Θυμάμαι να με σέρνει - σχεδόν κυριολεκτικά - από εκκλησία σε εκκλησία και να με βάζει να της γράφω τα "Υπέρ Υγείας " και τα "Υπέρ Αναπαύσεως", γιατί ήταν αναλφάβητη.
Θυμάμαι να με πηγαίνει στο Μινιόν, στο Ζάππειο, στην Αιδηψό, σε μια συναυλία της Αλεξίου (στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γιατί ήταν συντοπίτισσά της).
Θυμάμαι ότι όταν έγινε ο σεισμός το 1999, την πήραμε σπίτι για να μη φοβάται. (Που πιο πιθανό θα ήταν ο σεισμός να φοβόταν τη γιαγιά μου παρά το αντίθετο). Δεν άντεξε πάνω από δύο μέρες, ήθελε τη βολή της, τη μοναξιά της...
Θυμάμαι μια Δευτέρα που πήγα να της αφήσω κάτι σπίτι της. Δεν ανέβηκα καν πάνω, με περίμενε στο πεζοδρόμιο. Είχα πάρα πολλά νεύρα, είχε γίνει πολύ κουραστική. Επαναλαμβανόταν συνέχεια, τηλεφωνούσε είκοσι φορές να πει το ίδιο πράγμα. Αλλά εγώ δεν είχα καμία κατανόηση, καμία συμπόνια. Ούτε για την ηλικία ούτε για την κούρασή της. Και φεύγοντας της είπα: "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ!"
Και μετά θυμάμαι ένα τηλεφώνημα την επόμενη Δευτέρα το απόγευμα. "Νότα, η γιαγιά σου πέθανε".

Όσα ακολούθησαν εκείνη τη μέρα βρίσκω περιττό να τα αναφέρω. Θα πω μόνο πως μέχρι και τη στιγμή της ταφής δεν το πίστευα. Ήταν η προσωποποίηση του "πιάνει την πέτρα και τη στύβει". Ήταν ο πιο σκληρός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ήταν ίσως και το μόνο στήριγμα που είχαμε... Και στην αφέλεια της νιότης πίστευα ότι δε θα έφευγε ποτέ. Στην άρνηση του θανάτου δε, ακόμα θέλω να πιστεύω ότι δεν έφυγε ποτέ. (Μην αρχίσω να λέω πόσες φορές τη νιώθω κοντά μου, γιατί θα μου κλείσετε ραντεβού σε ψυχίατρο, θαρρώ)

Θα αναφερθώ μόνο στις συνέπειες που είχε πάνω μου όλο αυτό το "Πέμπτη-Δευτέρα" που περιέγραψα πιο πάνω. Αφενός είμαι ανίκανη να βγάλω ανθρώπους από τη ζωή μου, να βάλω τελείες, να διαγράψω. Δεν μπορώ το τέλος. Δεν μπορώ να το δεχθώ, δεν μπορώ να το χωνέψω, ρε παιδί μου. Αφετέρου, προσέχω - συνήθως - ποια θα είναι τα τελευταία λόγια που θα πω σε κάποιον, γιατί έμαθα the hard way ότι μπορεί πράγματι να είναι τα τελευταία...

Άφησα για το τέλος μια πικρή "ανάμνηση". Δε θυμάμαι να σου είπα ποτέ "Σ' αγαπώ", ρε γιαγιά... Ίσως τελικά εγώ να σε είχα πιο πολύ δεδομένη από όσο εσύ εμένα. Συγγνώμες σού έχω ζητήσει πολλές, κυρίως για εκείνη την Πέμπτη. Το αν τις "ακούς" ή όχι περνάει στα μεταφυσικά πια... Κι όσο θα με τρώει το "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ" μέχρι να 'ρθει κι η δική μου η ώρα, άλλο τόσο θα με τρώει που δε σου είπα ποτέ κι ότι σ' αγαπούσα, ότι σ' αγαπώ. Κι αν και πλέον δεν έχει ίσως καμία αξία, θέλω να σου πω κι ότι μου λείπεις. Και πλέον δεν απορώ γιατί δεν παραπονιόσουν ποτέ όταν έπεφτε το λιωμένο κερί στο χέρι σου στον επιτάφιο. Ξέρω. 


Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Listen to your heart...

Σε ένα από αυτά τα περίεργα ταξίδια που κάνει κανείς στο YouTube, κατέληξα χθες να ακούω αυτό το τραγούδι των Roxette και έκτοτε μπήκε το μυαλό μου σε μία λούπα να σκέφτομαι πόσο σοφό μπορεί να είναι να ακολουθεί κανείς την καρδιά του. Δεν κατέληξα πουθενά. Όπως πάντα - χωρίς γκρι ζώνες - οι σκέψεις κινήθηκαν στα άκρα, στο άσπρο - μαύρο...

Η καρδιά, νομίζω, δεν έχει λογική ούτε συμφέρον. Δεν υπολογίζει αν εκεί που θέλει να πάει θα πληγωθεί ή θα καεί. Κάτι (συνήθως δυνατό) την τραβάει και πάει με κλειστά μάτια. (Δεν μπορώ να επεκταθώ πάνω σε αυτό το "κάτι"... Είναι τόσο διαφορετικό στον καθένα. Ίσως είναι αυτό που γεμίζει κενά, ίσως είναι αυτό που δεν έχεις, ίσως είναι αυτό που θαυμάζεις, δεν ξέρω...) Σε πάει, λοιπόν, δεν την πας. Στα τυφλά. Χωρίς εχέγγυα, χωρίς προειδοποιήσεις, χωρίς ζώνη και δίχτυ ασφαλείας. Ούτε σε αυτή τη διαδρομή μπορώ να επεκταθώ... Μπορεί να είναι τραινάκι του τρόμου, μπορεί να είναι walk in the park. Είπαμε, σιγά μη σε ρωτήσει πού θα σε πάει. Αμ δε! Άπαξ κι είσαι από αυτούς που την ακολουθούν no matter what, θα σε πάει όπου νομίζει. Και, για ένα διάστημα τουλάχιστον, θα σου αρέσει κιόλας. Η διευκρίνιση περί διαστήματος μπήκε σφήνα, γιατί δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που σε πάει ντουγρού σε γκρεμό. Ε, τότε όσο μαζόχα και να 'σαι, δε σ' αρέσει, trust me. 

Από την άλλη, όμως, ξέρω ανθρώπους που "διαλέγουν" πού θα πάνε. Βλέπουν από την αρχή στραβά-περίεργα-αδιέξοδα-ασύμβατα-πανωλεθρίες και τα αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Και επιλέγουν εκ του ασφαλούς. Τα βατά, αυτά που δε θα τους δυσκολέψουν, που δε θα τους βγάλουν από τη βολή τους, από τα γνωστά και τα οικεία. Τι ακολουθούν, όμως, αυτοί; Την καρδιά ή την ψυχρή υπολογιστική λογική; Και αν θεωρήσουμε χοντρικά ότι υπάρχουν νικητές και χαμένοι, ποιοι ανήκουν στην πρώτη και ποιοι στη δεύτερη κατηγορία; Γιατί η ζωή δείχνει ότι αυτοί που ακολουθούν την καρδιά τους τυφλά καταλήγουν στον προαναφερθέντα γκρεμό τις περισσότερες φορές. Ενώ οι άλλοι, αυτοί που εγώ προσωπικά θεωρώ συμφεροντολόγους και βολεψάκηδες καταλήγουν εκεί. Στη βολή. Δεν ξέρω πώς νιώθουν, δεν ξέρω αν ένιωσαν ποτέ γεμάτοι, δεν ξέρω αν ένιωσαν ποτέ αυτή την εσωτερική πίεση - σχεδόν σαν ηφαιστείου λίγο πριν την έκρηξη - που νιώθεις όταν "ακολουθείς" αυτό που αγαπάς. Αυτό που δεν αντέχεις μακριά του ούτε λεπτό, αυτό που δεν μπορείς να εστιάσεις τη σκέψη πουθενά αλλού, αυτό που νομίζεις ότι εσύ κινείσαι σε slow motion όταν όλα γύρω σου είναι σε fast forward. Δεν ξέρω αν περνάνε καλά. Ξέρω ότι είναι βολεμένοι, όμως. Ενώ οι άλλοι, εμείς, ίσως να μην το νιώσουμε ποτέ αυτό. 

Θέλω να καταλήξω κάπου, αλλά πού; Δεν ξέρω και τις δύο πλευρές. Άσε που πιθανόν κάτι χάνω στις γκρίζες ζώνες που αποφεύγω πάντα συνειδητά και από επιλογή. Οπότε δε θα καταλήξω πουθενά. Απλώς θα πω ότι όσοι ακολουθούν την καρδιά τους και, ίσως συνειδητά, αγνοούν τη φωνή της λογικής περνάνε ζόρικα. Γιατί δεν φροντίζουν το προσωπικό συμφέρον, ενώ οι περισσότεροι - ίσως βάσει ενστίκτου επιβίωσης - το κάνουν. Και οι πρώτοι έχουν απέναντί τους συνήθως τους δεύτερους. Και βράσε ρύζι. Έχουν γεμίσει οι γκρεμοί "πτώματα", φίλε. Και πάνω, εκεί λίγο πριν την άκρη του γκρεμού, είναι οι πρώτοι και τους κοιτάνε. Και σκέφτονται, ίσως, τι καλά που είναι στη βολή τους... 

Και μια σχετική-άσχετη προσθήκη...
Όταν μια ιστορία τελειώνει, συνήθως βλέπω ανθρώπους να καταριούνται την ώρα και τη στιγμή, να βρίζουν αυτόν στον οποίο τους οδήγησε η καρδιά τους. Έχω μέρες που απορώ και με αυτό. Τότε έρχεται η λογική και βλέπετε τα στραβά; Ή μήπως μιλάει ο πόνος με τη φωνή του φαινομενικού μίσους; Ή μηπως δεν ήταν αγάπη πριν; Ξέρεις, όταν ρίχνεις στον βόθρο αυτό που μέχρι χθες είχες σε βάθρο, δεν πέφτει αυτό, εσύ πέφτεις. Αφού ακολούθησες την καρδιά τυφλά, προφανώς δεν έβλεπες τα στραβά ή δεν ΗΘΕΛΕΣ να τα δεις. Όπως και να 'χει, μη φτύνεις εκεί που έτρωγες. Και όπως λέω πάντα, μη θεωρήσεις ποτέ κανέναν δικό σου άνθρωπο αν δεν έχεις μοιραστεί μαζί του, αν δεν έχεις κλάψει μαζί του, αν δεν έχεις γελάσει μαζί του, αν δεν έχεις "τσαλακωθεί" μαζί του,  κι αν δεν έχεις τσακωθεί μαζί του. Γιατί έτσι θα τον έχεις δει σε περισσότερες εκφάνσεις της ζωής και θα ξέρεις αν πραγματικά τον αγαπάς ή απλώς τον συμπαθείς ή απλώς ταιριάζετε ή απλώς κάνετε καλό σεξ. 

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Το μαξιλάρι

Το μαξιλάρι. Αυτό τα ξέρει όλα. Αυτό μαζεύει τα όνειρά σου, τα δάκρυά σου, τις ευχές και τις προσευχές σου, τις αϋπνίες σου, τις τύψεις και τις ενοχές σου, τις κρυφές επιθυμίες σου κι όλα αυτά που δε λες. Το μαξιλάρι, φίλε. Υποτιμημένο αντικείμενο...

Είναι εκεί κάθε βράδυ. Είτε είσαι μόνος είτε όχι. Ακούει κι αυτά που δε λες. Νιώθει τις ανάσες που κόβονται και τους παλμούς που χάνονται σε κάποιες θύμησες, σε κάποιες σκέψεις, σε κάποιες εικόνες. Θυμάται κι αυτά που ξεχνάς εσύ. Και δε σου τα θυμίζει. Γιατί για να τα ξέχασες, ή τα απώθησες ηθελημένα ή δεν άξιζε να τα θυμάσαι. Είναι εκεί κάθε βράδυ. Συλλέγει τη βραδινή σου ανασκόπηση, τους απολογισμούς, τα μείον και τα συν του καθημερινού σου ταμείου. Και δε σου τα χτυπάει μετά. Δε σου ζητάει ούτε ρέστα ούτε χρωστούμενα. Είναι εκεί κάθε βράδυ. Σε περιμένει να ξεκουραστείς. Δεν παραπονιέται που στριφογυρνάς άυπνος και κάθιδρος κάποιες φορές. Δεν γκρινιάζει όταν το χτυπάς για να φουσκώσει λίγο πάλι ούτε όταν μαζεύει τα δάκρυά σου τη στιγμή που βουτάς μέσα το πρόσωπο για να μην ακουστούν οι λυγμοί σου. Είναι εκεί κάθε βράδυ. 

Κοιμάμαι πάντα με δύο. Ένα στο κεφάλι κι ένα αγκαλιά. Χωρίς το πρώτο ίσως και να τα κατάφερνα, χωρίς το δεύτερο ποτέ. Μπορεί να το έχω απλώς δίπλα μου και να το ακουμπάω. Αλλά εν τη απουσία του δεν έχω καταφέρει ποτέ να κοιμηθώ. Άλλες φορές το αγκαλιάζω δυνατά... Του δίνω ίσως τις αγκαλιές που χρωστάω σε ανθρώπους. Άλλες φορές ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω του, σαν να ήταν αυτό άνθρωπος στο στέρνο του οποίου έχω ανάγκη να αφεθώ. Υποκατάστατο; Συλλέκτης ονείρων; Ελπίδων; Δακρύων; Ανάγκη; Επιλογή; Σταθερή αξία;

Σχεδόν τρία χρόνια εδώ (εδώ ξέρω να τα στρογγυλεύω προς τα πάνω, στην ηλικία κωλώνω) κι ένα μαξιλάρι της προκοπής δεν έχω βρει. Έχω αλλάξει πέντε. Κανένα δε με βολεύει, κανένα δε μου αρέσει, πιάνεται ο αυχένας μου, το ένα είναι πολύ χαμηλό, το άλλο είναι πολύ ψηλό. Αλλά είναι κάθε βράδυ εκεί. Κι ακούν όσα δε λέω. Κι είναι πολλά. Αν ήταν άνθρωπος, θα με είχε ήδη βαρεθεί. Υποκατάστατο; Δεν ξέρω, φίλε. Ξέρω μόνο πως είναι εκεί κάθε βράδυ... Αν μου έδινε και καμία συμβουλή, ίσως να γινόταν ο καλύτερός μου φίλος. Ή ο χειρότερός μου εχθρός, ποιος ξέρει;