Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Περί πάχους. Ή περί σοκολάτας. Ή περί κοινωνικού ρατσισμού. Δεν έχω αποφασίσει.

Είχα πάρει φόρα μια μέρα κι έγραφα περί ρατσισμού. Και πήρε μπάλα πολύ κόσμο, κι έγραψα και πολλές βλακείες βασικά. Διότι εγώ γράφω με τον ίδιο τρόπο που τρώω τα σοκολατάκια. Με μία ανάσα. Μαζεύονται οι σκέψεις στο κεφάλι μου όλη μέρα και μετά γυρνάω σπίτι και τις αραδιάζω εδώ. Χωρίς  να γυρίσω πίσω να δω τι "έφτυσα", χωρίς να κάνω διορθώσεις, χωρίς δεύτερη σκέψη (συνήθως). Το "συνήθως" πάει στη γραφή, όχι στα σοκολατάκια. Στα σοκολατάκια δεν έχω ποτέ δεύτερη σκέψη. Μετά τη βρώση, έχω δεύτερη και τρίτη και τέταρτη τύψη. Αλλά δεύτερη σκέψη την ώρα που το έχω μπροστά μου το κουτί και μου φωνάζει: "βάλε με μέσα στο στόμα σου και κατάπιε με με τη μία, σε ικετεύω" δεν έχω. (Ναι, με ικετεύουν τα σοκολατάκια να τα φάω, τι ζόρι τραβάτε εσείς;)

Τότε, λοιπόν,  που έγραφα περί ρατσισμού, τα έβαλα όλα σε έναν ντορβά και τα έκανα πουρέ. Σήμερα θα επικεντρωθώ σε ένα συγκεκριμένο είδος ρατσισμού. Στον κοινωνικό ρατσισμό απέναντι στους ευχάριστα διαμορφωμένους, στους παχύσαρκους, τους υπέρβαρους, τους χοντρούς. Και, όχι, δε θα κάνω κοινωνικο-επικοινωνιακή-γουατέβα ανάλυση για τα πρότυπα που μας χώνουν στο κεφάλι ούτε για τη βουλιμία ούτε για την ανορεξία. Θα εστιάσω στο πόσο κακοί μπορούμε να γίνουμε απέναντι σε έναν άνθρωπο με περιττά κιλά. Στο πόσο εκείνος επηρεάζεται από όλα τα κακεντρεχή (και ευφάνταστα πολλές φορές) σχόλια που ακούει από τον περίγυρο. Στο πού τελικά καταλήγει όλο αυτό το σκηνικό. 

Παχύσαρκος, γεματούλης, μπουλούκος, χοντρός, βαρέλας, αρκούδα, ντουλάπα η δίφυλλη/τρίφυλλη/πεντάφυλλη (πόσα φύλλα μπορεί να έχει πλέον μια ντουλάπα ο-ε-ο), μπουχέσας, χοντρολίπαρος, βοίδι, πατσοκοιλιάς, χοντρομπαλάς, μπόγος, τόφαλος, παλαιστής σούμο, θωρηκτό Ποτέμκιν, μπόγος. Λίγοι από τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ή να ασκήσουμε κριτική σε άτομο με πολλά κιλά. Έπειτα προχωράμε στις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε απευθυνόμενοι στους ίδιους: "Άμα δεις και δεν χορταίνεις, σταμάτα/μάσησε καμία τσίχλα/ξεκίνα πλέξιμο", "Τις πας εύκολα τις κατηφόρες εσύ, ε; Κουτρουβαλώντας!", "Καλύτερα να σε ντύνουμε, παρά να σε ταΐζουμε", "Ποιος θα σε πάρει, μωρή, έτσι τοφάλα που έγινες; Θα φοβηθεί ο άνθρωπος ότι θα τον φας κι αυτόν!". 

Τα τινά τώρα, σχετικά με το πόσο επηρεάζεται ο περί ου ο λόγος τροφαντός άνθρωπος είναι τα εξής: Πρώτον και κυριότερο: Βουλώνει τα αυτιά με λιωμένη σοκολάτα γάλακτος σε θερμοκρασία λίγο πριν την πήξη, εκεί που είναι εύπλαστη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιθανώς και ως ωτοασπίδα και συνεχίζει να τρώει ανέμελος στα λιβάδια, στις λεωφόρους, στα στάδια, ΤΑ στάδια, τα πάντα όλα. Δεύτερον: Μαζεύει όλη την κακία που ακούει σε όλα τα χρόνια της ζωής του και του βγαίνει στους άλλους ακόμα και όταν αναπνέει. Τρίτον: Μετατρέπεται σε έναν μισάνθρωπο, που κλείνεται στον εαυτό του και περνάει τον χρόνο του τρώγοντας. Μόνος του. 

Αν, λοιπόν, πάρουμε ως δεδομένο ότι η παχυσαρκία/υπερφαγία είναι ένα πρόβλημα -για τον άνθρωπο που το ζει και ΟΧΙ για σένα, ταγάρι-, η συμπεριφορά της πλειοψηφίας των άλλων απέναντί του απλώς δυσχεραίνει τη κατάσταση, διογκώνει το πρόβλημα, δεν οδηγεί σε τίποτα καλό. Ως εκ τούτου, ας μετριάσουμε τα πικρόχολα σχόλια απέναντι στα άτομα με περιττά κιλά. Αφ' ενός γιατί ΤΙ ΣΕ ΚΟΦΤΕΙ ΕΣΕΝΑ, ΡΕ ΤΑΓΑΡΙ, ΠΟΣΑ ΚΙΛΑ ΚΟΥΒΑΛΑΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ και αφ' ετέρου γιατί τα κιλά που κουβαλάει ο καθένας δεν διαμορφώνουν και απαραίτητα την προσωπικότητά του. Ακριβώς επειδή δεν έχει να βασίζεται στην εξωτερική του εικόνα, πολλές φορές δουλεύει πολύ περισσότερο το μυαλό του, κι έτσι βλέπεις πολλά άτομα με παραπανίσια κιλά να έχουν απίστευτο χιούμορ και τρομερή οξυδέρκεια. Όχι, δεν είναι κανόνας αυτό. Αλλά, ναι, συμβαίνει. Όπως επίσης συμβαίνει τα μπάνικα, συλλεκτικά, μουσειακά γκομενικά κομμάτια να αφήνουν ακατοίκητο το ρετιρέ, διότι δεν χρειάζεται να το χρησιμοποιήσουν. Με το ισόγειο τη βρίσκουν την άκρη τους. (χιντ χιντ). 

Καταλήγω, λοιπόν, το μακροσκελές αυτό κείμενο, και χωρίς να τρώω σοκολατάκια, περιττή η διευκρίνιση και άχρηστη ίσως, αλλά ένιωσα την ανάγκη να το μοιραστώ... Καταλήγω, λοιπόν: Άσε τον χοντρούλη στην ησυχία του. Σταμάτα τα κακεντρεχή σχόλια για τα κιλά του και τις ηλίθιες συγκρίσεις με όλο το ζωικό βασίλειο. Αν θες να τον βοηθήσεις, σκούντα τον να πάτε για κανένα περπάτημα, για ποδήλατο, στο γυμναστήριο, κάπου. Θύμισέ του, ως φίλος, ότι νοιάζεσαι για την υγεία του και δε θες να ζορίζεται η καρδιά του. Τώρα θα μου πεις, αν ήσουν φίλος του, δε θα έκανες αυτά τα σχόλια. Να, είδες; Το έχασα. Η έλλειψη σοκολάτας φταίει, το δηλώνω ευθαρσώς! Για να τελειώνουμε, λοιπόν: Ο χοντρός δεν είναι και χοντρόπετσος απαραίτητα. Καλό δεν χρωστάς βέβαια, μόνο την κακία έχεις στην άκρη της γλώσσας έτοιμη προς εκτόξευση, αλλά ΑΝ, λέω ΑΝ σκεφτείς ότι το δικό σου μειονέκτημα εξωτερικής εμφάνισης γίνεται το επίκεντρο κακεντρεχούς σχολιασμού όποιου σε αντικρύζει, ΙΣΩΣ, λέω, ΙΣΩΣ να ξενασκεφτόσουν λίγο προτού πετάξεις την χολίτσα σου στον χοντρούλη. ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΧΟΝΤΡΟΥΛΗΣ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΝΕΙΣ. 

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, ΡΕ;

"Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;" Σίγουρα το έχεις ακούσει. Σίγουρα το έχεις σκεφτεί. Σχεδόν σίγουρα το έχεις ξεστομίσει και δυνατά. Και σίγουρα είναι από τις μεγαλύτερες ηλιθιότητες που έχεις ακούσει, σκεφτεί και πει.

"Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;" θα σου πει ο τύπος τη μάνα του οποίου έστειλες για αναπαραγωγή στο φανάρι στην Κατεχάκη επειδή σου μπήκε από αριστερά για να κόψει κίνηση. Βέβαια, τρία φανάρια πιο πίσω το ίδιο έκανες κι εσύ, και το ίδιο απάντησες κι εσύ όταν άλλος τύπος σου είπε ότι βοηθάει τη μάνα σου στην αναπαραγωγή. 

"Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;" θα σου πει αυτός που μέχρι χθες τον έτρεφαν οι γονείς του ή παρασιτούσε εις βάρος φίλων με δανεικά, αλλά τώρα που έγινε βοηθός δεύτερου αποθηκάριου σε μπακάλικο Κερατσινίου και σηκώνει μια κούτα στο οχτάωρο νομίζει ότι έπιασε τον πάπα από το μανίκι και τον σέρνει στο ιερό για να του ευλογήσει το βδομαδιάτικο.

"Ξέρεις ποια είμαι εγώ, ρε;" σκέφτεται πάντα η κάθε τριανταφευγάρα παντρεμένη/διαζευγμένη/μετά τέκνου και διατροφής, όταν συναντά συνομήλική της η οποία παραμένει ανύπαντρη και άτεκνη, γιατί η πρώτη θεωρεί πάντα πως ολοκλήρωση στη ζωή είναι ο κύκλος: γάμος-παιδί-διαζύγιο-να κρατήσω το σπίτι-να πληρώνει ο πρώην για τα πάντα-να του πάρω και το βρακί-κι εγώ να πηγαίνω ακόμα και με τα πόμολα. Κι όχι απλώς η ευτυχία, όπως κι αν την ορίζει καθείς εξ ημών. 

"Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε" σκέφτεται και λέει ο καθένας, ίσως, με κάθε ευκαιρία, ίσως, για να αποδείξει σε όλους ή απλώς στον εαυτό του πόσο μάγκας είναι, πόσα έχει καταφέρει, πόσα εμπόδια έχει ξεπεράσει ή πόσους έχει εκμεταλλευτεί για να φτάσει όπου έφτασε. Γιατί ο καθένας πιστεύει ότι είναι ανώτερος των άλλων, πιο δυνατός, πιο ανεκτικός, πιο καπάτσος, πιο έξυπνος, πιο...γενικά. Γιατί ο καθένας πιστεύει ότι αν άλλος περνούσε ό,τι ο ίδιος, δε θα τα κατάφερνε τόσο φανταστικοϋπέροχα και καταπληκτικότερα και υπεροχότερα. Κι έτσι καβαλάει το άλογο της αλαζονείας και το πάει κούρσα και νομίζει ότι είναι γκανιάν (το γκούγκλαρα) και θα βοηθήσει τις μάνες όλων μας στην αναπαραγωγή. Και έτσι σιγά-σιγά μετατρεπόμαστε σε υπεροπτικά τσουτσέκια, που μας βλέπουν άλλα υπεροπτικά τουτσέκια και τους γυρνάνε τα έντερα.

Λοιπόν, φίλε, ας προσπαθήσουμε να είμαστε λιγότερο υπεροπτικά τσουτσέκια. Ας μιλάμε λίγο πιο ταπεινά για ό,τι έχουμε καταφέρει. Δεν μας ανήκει ο κόσμος. Εμείς ανήκουμε στον κόσμο. Κι αν κοιτάξουμε έναν άτλαντα, πχ, θα καταλάβουμε όλοι ποιοι και τι ακριβώς είμαστε. Ένα σχεδόν τίποτα που προσπαθεί να γίνει κάτι. Αλλά όταν καταφέρνει να γίνει  κάτι, γίνεται συνήθως αυτόματα και ηλίθιος. Κι όπως λέει και ο πρώτος βασικός κανόνας της ανθρώπινης ηλιθιότητας του Κάρλο Τσιπόλα: "Πάντα και νομοτελειακά όλοι υποτιμούν τον αριθμό των ηλίθιων ατόμων που κυκλοφορούν στην κοινωνία". Ίσως γιατί ποτέ δε συνυπολογίζουμε τον εαυτό μας, θα έρθω να προσθέσω...

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Περί πρεσβυωπίας...

Κοιτάζεις μια μέρα την οθόνη της κυρίας που σου κάνει το υπερηχογράφημα και σκέφτεσαι: τι να τους κάνω, μωρέ, δύο νεφρούς; Και το επόμενο μεσημέρι βρίσκεσαι στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας και ρωτάς τον μισοκοιμισμένο Αγγλάκο: "Τι παίρνω, φιλαράκι, με ένα νεφρί σε σχεδόν άριστη κατάσταση; Παίρνω κανά αϊφόνι της προκοπής, που έχουν όλοι και ζηλεύω σαν παιδάκι που κοιτάζει τα άλλα να τρώνε γλειφιτζούρια κι αυτό τρώει κινόα γιατί έχει μάνα υστέρω χιπστερού;" (Δεν έχω μάνα υστέρω χιπστερού, και ΠΡΟΦΑΝΩΣ δεν είμαι παιδάκι. ΠΡΟΦΑΝΩΣ μόνο η ζήλια ισχύει, όλα τα άλλα, σάλτσες για να εμπλουτίσουμε την περιγραφή, παιδιά. Έλα, μην ακούω χαζές ερωτήσεις, στο θέμα μας).
Το Αγγλάκι, λοιπόν, ξηγήθηκε αϊφόνι (όχι το ροζ χρυσό, αλλά θα μου πεις το ροζ χρυσό είναι για πιο σον σον κιουρίες, κι όχι για σένα, παρ' ολίγον λιμενεργάτη με στόμα οχετό που ζηλεύουν όλοι οι εργαζόμενοι στα απανταχού καρνάγια).

Νταξ, πόνεσε λίγο η αφαίρεση νεφρού, αλλά άξιζε, φίλε αναγνώστη! Τι κινητάρα είναι αυτή, μάνα μου; Καλά, για εσάς τους γνώστες (που δεν είστε και λίγοι, έλα, μεταξύ μας είμαστε, όλη η Ασία με ελληνικά ζωτικά όργανα επιβιώνει πλέον), αυτή τη Σίρι την έχω ξετινάξει! Το τι μπινελίκι ακούει, δε λέγεται. Τεσπά, το κινητό φυσάει. Ταχύτητα, ανταπόκριση, εφαρμογές, αποθηκευτικός χώρος, υπέροχες φωτογραφίες, (να θυμηθώ να βγάλω μια σέλφι που να τονίζει το τούτο μου, γιατί μέχρι τώρα μόνο αγγλικά τοπία βγάνω ασούμε), ευκρίνεια... Ευκρίνεια, ναι... Γιατί, όμως, εγώ πάω το κινητό όλο και πιο μακριά για να δω καλά; Ε; Γιατί; ΓΙΑΤΙ; Για αυτό που υποψιάζομαι;;;;; ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ ΣΤΑ 39 ΝΑ ΡΙΞΩ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΙΩΡΟΦΟ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΩ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΝΑ-ΕΝΑ! 

Ίσως το γεγονός ότι όλο αυτό ξεκίνησε από την οθόνη της κυρίας που σου έκανε υπερηχογράφημα να ήταν ένα hint hint που δεν έπιασες τελικά, ανόητη Νότα. Όταν πια στο συρτάρι του κομοδίνου κρύβονται: σπρέι για την ιγμορίτιδα, παυσίπονα για τις ημικρανίες, αλοιφές για το έκζεμα, θερμαντικές αλοιφές για τους μυϊκούς πόνους, βούτυρο κακάο για τα χείλη, και νταξ το βιβλίο σου....ε, κάτι θα έπρεπε να έχεις πάρεις γραμμή. Κι ίσως, ίσως λέγω, να μην το σπαταλούσες το νεφρί για το αϊφόνι, αλλά να το κρατούσες για να αντέξει τα ξύδια που πρέπει να κατεβάσεις που σε πέντε μήνες θα κλείσεις τα 40. Και δεν έρχονται, μόνα τους, παιδιά. Κακά τα ψέματα. Φέρνουν φίλους. Κάτι παλιοτόμαρα. Πόνους στη μέση, αδυναμία συγκέντρωσης, ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ!


ΣτΜ: Αν όλα αυτά τα έγραφα από το αϊφόνι, το κείμενο θα ανέβαινε ΙΣΩΣ την Πρωτοχρονιά. ΟΧΙ επειδή δεν βλέπω (μόνο), αλλά επειδή δεν το έχω συνηθίσει, και γράφω άλλα αντί άλλων. Βάλε τώρα τον άνθρωπο με τέτοιο ψυχαναγκασμό με τη γλώσσα να βλέπει τα λάθη του σε σχόλια και σε δημοσιεύσεις. Αχ, ρε μανούλι αϊφόνι, πόσα θυσίασα για σένα!

Περί Facebook.... (χολή είναι βασικά, αλλά νταξ)

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πού ξόδευες τον χρόνο σου πριν αποκτήσεις λογαριασμό στο Facebook; Θυμάσαι σε ποιον έλεγες όλες τις χαζοχαρούμενες βλακείες (στην καλύτερη) και τις παρωχημένες παραθέσεις (στη χειρότερη) που τώρα γράφεις στους διαδικτυακούς σου φίλους μαζεύοντας λάικς και τονώνοντας το εγώ σου; Άραγε τα εγγόνια του μέλλοντος θα ψάχνουν άλμπουμ στα διαδικτυακά προφίλ για να δείξουν στους φίλους τους τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους; Πόσο γελοία θα φαίνεται αυτή η εποχή 20, 30 ή 40 χρόνια από τώρα;

Εντάξει, μη λέμε πάντως μόνο τα άσχημα. Απέκτησες και γνώση σε προγράμματα που βελτιώνουν τις φωτογραφίες σου, λίγο το 'χεις αυτό; Η Σωσώκα από τις Τρεις Γέφυρες βγάζει σέλφι στη βεράντα κι έπειτα περνάει κανά τρίωρο να μαζέψει προγούλι, να σηκώσει ζυγωματικό, να βελτιώσει χρώμα ματιών, να κρύψει τη ρίζα, ενώ αν τη δεις από κοντά τυχαία στον μπακάλη ξέρω 'γω είναι λες και τράκαρε με την νταλίκα του Μπάμπη από το συνεργείο του Τάκη στα ΛιόσΑ. Ο οποίος Μπάμπης της κάνει λάικ σε ΟΛΕΣ τις φωτογραφίες και της κάνει σχόλια τύπου "αστέρη!!!!!111", "τι παιδιά βγάζουν οι τρις γέφυρεσ!!!!1", "είσαι τρελό μορώ!!!!!!11". (Νταξ, πείτε την αλήθεια, το "κάνε αντ, κούκλα, είμαι μπλοκ" περιμένατε :P)

Επίσης, απέκτησες πρόσβαση στα προφίλ ανθρώπων που σήμαιναν πολλά για σένα. Όπως, αυτοαποκαλούμενων συγγραφέων, για παράδειγμα. Ο άνθρωπος του οποίου τα βιβλία κοσμούν το κομοδίνο σου, είναι τώρα στην οθόνη σου και σε ενημερώνει πόσες ώρες χρειάστηκε να γράψει 4329 σελίδες καυτής ερωτικής σκηνής μεταξύ ενός ψηλού, μελαχρινού, με θεληματικό πηγούνι και λάβα στα λαγόνια και μιας ζουμερής κοκκινομάλλας θύελλας με ηφαίστειο στο μπούστο. Όλα αυτά, όμως, με μερικές παύσεις για να βάλει κάποιες φωτογραφίες από σύννεφα και να σου κάνει εκτεταμμένη συνομωσιολογική ανάλυση αεροψεκασμών, ενώ εσύ με το μπικουτί στο κεφάλι, τη φακή στη φωτιά, το κοραλί ξεβαμμένο νύχι και τον Βέρτη στο ραδιόφωνο, της σχολιάζεις ότι είναι ο Μπουκόφσκι της Ελλάδας. (και οι οπτικές ίνες παίρνουν φόρα για το διαδικτυακό Ζάλογγο, τραγουδώντας Στέλλα Μπεζαντάκου).

Μην ξεχάσουμε πως μαθαίνεις άμεσα, σε περίπτωση που μένεις σε μπουντρούμι στον πυρήνα της Γης ΧΩΡΙΣ παράθυρα, πότε βρέχει-χιονίζει-ρίχνει χαλάζι-κάνει ζέστη-έκανε σεισμό, καθώς επίσης και πότε η Σωσώκα πήγε κομμωτήριο/παραλία/ταβέρνα/μανικιουριστήριο/θέατρο/Οικονομόπουλο/σούπερ μάρκετ/σολάριουμ/πέρασε ΚΤΕΟ/την κεράτωσε ο άντρας της. Ε και αυτό το τελευταίο αποτελεί ΜΕΓΑ κεφάλαιο των αναρτήσεών της. ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ κλαψομουνοτράγουδα του Πλούταρχου, του Παντελίδη, της Καιτούλας της Γαρμπή, όλη τη δισκογραφία από τα 20 χρόνια Φοίβου σε εναλλαγή κλάμα-γέλιο για να μη νομίζει κι ο λεγάμενος ότι όλο κλαις, αλλά περνάς και μόνη σου καλά, τα καταφέρνεις μια χαρά, δε τον έχεις ανάγκη ευτυχώς, σου είναι πλέον περιττός.... (το ανησυχητικό εδώ είναι ότι δεν γκούγκλαρα, γράφω από μνήμης!) 

Για το τέλος άφησα την αφάν γκατέ του φεϊσμπουκικού σύμπαντος,  την κρεμ ντε λα κρεμ του διαδικτύου, τον δηθενοκουλτουριάρη, τον ντεμέκ λάτρη των γραμμάτων και των τεχνών, αυτόν που ποστάρει αφηρημένες φωτογραφίες με ασαφείς παραθέσεις άγνωστων στον υπόλοιπο κόσμο ανθρώπων, ΚΑΙ ΚΑΛΑ για να σε βάλει σε σκέψεις. Αυτόν που σχολίαζει σε φωτογραφία ενός πίνακα που ποστάρεις σε φίλη σου, και παραθέτω αυτολεξεί: "Η εκφραση η η σταση του μοντελου, βασικα είναι το πορτρετο του καλλιτεχνη και όχι αυτου που ποζαρει". Κι εσύ κοιτάς την οθόνη κι αναρωτιέσαι: άραγε με την κρίση να έπεσαν κι οι τιμές των ναρκωτικών στην Ελλάδα; Ρε, μήπως έχει δίκιο η Χρυσουλίδα και τους ψεκάζουν και βυθίζονται σε δίνες σκέψεων που δεν οδηγούν παρά μόνο στο μαύρο σύννεφο της ψευτοκουλτούρας; Ρε, μήπως όντως ζω σε φάση Τρούμαν Σόου, κι όλα αυτά γύρω μου τα σκηνοθετεί κάποιος για να γελάει με τις αντιδράσεις μου; Ρε, μήπως να συνέλθουμε λίγο, γιατί παραγίναμε ΤΑΓΑΡΙΑ; 

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Δουλειά δίπλα στο σπίτι σου, βρε....

Εκεί που είσαι στο ψάξιμο για δουλειά, σου λένε για μια εταιρεία που είναι δίπλα στο σπίτι σου και ψάχνει γραμματέα. Όταν λέμε δίπλα, εννοούμε ανοίγεις την εξώπορτά σου, κάνεις τρία βήματα, ανοίγεις την πόρτα του γραφείου. Και σκέφτεσαι, "ας πάω, μωρέ, τι έχω να χάσω;". Διαφημιστική εταιρεία, με μηδέν υπαλλήλους, εσύ θα ήσουν η πρώτη. Και η μόνη. Τουτέστιν, τα καθήκοντά σου δε θα περιορίζοντο στη γραμματεία, αλλά και στα γνωστά: καφέδες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, σάμαλι, παστέλι, κωκ, μεταφορές, παραγγελιοληψίες, τιμολόγηση, τηλεφωνικό κέντρο, παραλαβές (σε κάτι βιομηχανικές περιοχές μετά τα πρώτα διόδια, όπου τελικά χάθηκες πολλάκις οδηγώντας το τζιπάκι της εταιρείας και χωρίς ξηρά τροφή, ας μην επεκταθώ για την ώρα...).

Στο ραντεβού για τη συνέντευξη, η ιδιοκτήτρια σε ενημερώνει ότι την εταιρεία ίδρυσε σε μέρα ευνοϊκή αστρολογικά, εφόσον συμβουλεύτηκε την προσωπική της αστρολόγο. Και σκέφτεσαι "πλάκα θα κάνει, μωρέ, δεν μπορεί...". (Δεν έκανε). Εννοείται πως αφού έριξε μια γρήγορη κλεφτή ματιά στο βιογραφικό σου, στο οποίο είναι γραμμένη η ημερομηνία γέννησης, βάλθηκε να βρει τον ωροσκόπο σου, και μετά το δεκάλεπτο ανάλυσης του αστρολογικού σου χάρτη, σου ανακοίνωσε ότι προσλαμβάνεσαι. Και σκέφτεσαι "κουλ, μέχρι πριν λίγο καιρό δούλευα στον Πειραιά, και ξυπνούσα τρεις ώρες πριν ξεκινήσω δουλειά και στην κάθοδο του ποταμιού συναντούσα ακόμα και τις νταλίκες που δεν είχαν ρόδες ασούμε, τώρα θα ξυπνάω κανά μισάωρο πριν, τέλεια". 

Και πας πρώτη μέρα στη δουλειά, σου δείχνει η αστροχτυπημένη το γραφείο σου, σου αναθέτει και δυο-τρεις δουλίτσες για πρώτη μέρα, οκ. Σου λέει και τι θα απαντάς όταν χτυπάει το τηλέφωνο, νταξ, μη φανταστείς, έναν διακριτικό τίτλο διάρκειας μισής ώρας ασούμε. Και πάει στο γραφείο της, 3,22 μέτρα πιο πέρα δηλαδή. Και σε πέντε λεπτά χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνεις, λες τον μισάωρο τίτλο και ακούς τη φωνή της: "εγώ είμαι, Νοτάκι, έρχεσαι λίγο που σε θέλω; Και φέρε μου κι ένα νεράκι καθώς έρχεσαι" Κοιτάς το ακουστικό ολίγον απορημένη, σκεφτόμενη: γιατί, μανίτσα μου, δε βάνεις μια φωνή; Δίπλα είμαι, τα δυο μας είμαστε, ΠΑΣ ΚΑΛΑ; Το προσπερνάς. Της πας το νερό, σου λέει να στείλεις ένα μέιλ στον τάδε προμηθευτή, ζητώντας τιμές για τις τάδε εκτυπώσεις. Γυρνάς στο γραφείο, το κάνεις. Σε ένα τέταρτο χτυπάει το τηλέφωνο, η ίδια ιστορία, η ίδια ήταν πάλι, να σε ρωτήσει αν έχεις έτοιμο το μέιλ για να το διορθώσει. Για να το τι; Ναι. Αν έμεινες ένα χρόνο σε αυτήν την εταιρεία, αν έστειλες 1.000 μέιλς, τα τύπωνες ΟΛΑ πριν τα στείλεις, της τα πήγαινες στο γραφείο, έπαιρνε το κόκκινο στιλό της και τα διόρθωνε. Εσύ στεκόσουν πάντα όρθια μπροστά στο γραφείο της, όπου σου εξηγούσε τον λόγο κάθε διόρθωσης, ενώ εσύ κοιτούσες τις κόκκινες διορθώσεις της και φανταζόσουν κόκκινες φλόγες να ξεπηδάνε από εκεί και να της καίνε τα μαλλιά, την ψυχή, τα χαρτιά, την καρέκλα, τον υπολογιστή, τους αστρολογικούς χάρτες, το καταστατικό της εταιρείας, το τηλέφωνο της αστρολόγου ΚΑΙ το σπίτι της μάνας της, στην οποία τηλεφωνούσε ανά δευτερόλεπτο για να ξεματιάσει τον άνδρα της κάθε φορά που της γυρνούσε κουβέντα. Γιατί ό,τι και να γινόταν, ήταν ματιασμένος. Δεν της γύρισε το τηλεφώνημα μέσα σε δέκα λεπτά; Ήταν ματιασμένος. Έφυγε χωρίς να πάρει μαζί τον φάκελο που του είχε αφήσει στο γραφείο; Ήταν ματιασμένος. Τσακώθηκαν για το πλακάκι που θα έβαζαν στο μπάνιο στο σπίτι που έχτιζαν; Ήταν ματιασμένος. Γιατί πιστεύεις ότι είχε εμμονή με το μάτι; Επειδή έβαλε τον οικοδόμο να βάλει ένα μάτι σε μέγεθος πεπονιού ανάμεσα στην πλάκα Καρύστου στον εξωτερικό τοίχο του σπιτιού που έχτιζε; Υπερβολές, όλοι το κάνουν αυτό! 

Κάπου στο εξάμηνο της καταπληκτικής αυτής, ανέφελης συνεργασίας, ο ματιασμένος σύζυγος αποφασίζει να ανοίξει δεύτερη εταιρεία με την ίδια έδρα. Και τον ίδιο υπάλληλο. Δηλαδή εσένα. "Τίποτα, Νοτάκι, 3-4 τιμολόγια θα κόβεις κάθε μήνα, πολύ εύκολη δουλειά, ούτε που θα το καταλάβεις". Διπλά τηλέφωνα, διπλή χαρτούρα, διπλή αρχειοθέτηση, διπλά καθήκοντα, αλλά ο μισθός ίδιος. "Και ο λογιστής άμισθος θα δουλεύει τον πρώτο χρόνο", είπε ο ματιασμένος. Σκέφτηκες να του απαντήσεις: "Βάλε, φιλαράκο, μια αγγελία να ζητάς βοηθό γραφείου με τζίρο 70.000 ευρά τον πρώτο μήνα, με υποσημείωση ότι θα 'ναι άμισθος τον πρώτο χρόνο, να πλακώσουν εδώ 300 βιογραφικά να βγάζει η δικιά σου αστρολογικούς χάρτες μέχρι το τέλος του τέλους ασούμε", αλλά κρατήθηκες. 

Είσαι οχτώ ώρες πλέον χωμένη σε τέσσερις τοίχους. Ένας άνθρωπος για δύο τηλεφωνικά κέντρα, να τιμολογεί για δύο εταιρείες, να παίρνει παραγγελίες για δύο εταιρείες, να κάνει παραλαβές/παραδόσεις/εισπράξεις/πληρωμές για δύο εταιρείες, να σχολάει στις 5 και στις 4:45 να της λέει η αστροχτυπημένη, σε ένα διάλλειμά της από την πεντάωρη πασιέντζα που έπαιζε στον υπολογιστή, η οθόνη του οποίου ήταν ΜΠΡΟΣΤΑ στη μούρη σου: "Νοτάκι, πρέπει να πεταχτείς στην Ευελπίδων και μετά στη ΒΙΠΕ Ασπροπύργου για μια παραλαβή. Α, και πριν φύγεις, καθάρισέ μου ένα αχλαδάκι γιατί είμαι ψόφια"... Ε, κι εκεί δεν κρατήθηκες. Έκανες αυτά που ζήτησε, πήγες σπίτι σου (το οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν ΑΠΛΩΣ δίπλα στην εταιρεία, αλλά και ΑΚΡΙΒΩΣ απέναντι από το σπίτι της, την έβλεπες ΚΑΙ τα βράδια από τα παράθυρα ασούμε, γιατί όλη μέρα μέσα στη μάπα δεν έφτανε), και της στέλνεις ένα μήνυμα: "τα άστρα δεν ευνοούν για την επόμενη χιλιετία τη συνεργασία μας. Αν συνεχιστεί,  προβλέπεται φονικό που θα γεμίσει εξώφυλλα εφημερίδων για μέρες και θα περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πώς σου έσπασα τα δόντια με το συρραπτικό, μετά σε ανάγκασα να φας ΟΛΕΣ τις σελίδες των μέιλς που είχες διορθώσει, κι ενώ ανακάτεψα και πέταξα στο πάτωμα ΟΛΕΣ τις επαγγελματικές κάρτες που μάζευες από τα 12 ξέρω 'γω, ακόμα κι από την πενταήμερη του Λυκείου είχες γαμώ τα πάντα, και με είχες βάλει να αρχειοθετήσω αλφαβητικά, κι ενώ βρήκες ΜΙΑ λάθος, τις έβγαλες ΟΛΕΣ και με έβαλες να τις ξανακάνω από την αρχή, καθώς και όλες τις φωτογραφίες από όλα τα γαμωσυνέδρια που είχες γαμωπάει με τη γαμωπολυεθνική που γαμωδούλευες πριν, τις οποίες με είχες βάλει να αρχειοθετήσω ημερολογιακά (ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ), σε ανάγκασα να τα φας ΚΑΙ αυτά. Και μετά σε έβαλα να καθαρίζεις αχλάδια, ενώ πρώτα σου είχα κόψει όλα τα δάχτυλα με τις σελίδες και πάνω στις πληγές είχα ρίξει τα τόνερ του εκτυπωτή. Και οινόπνευμα. Και βενζίνη. Κι ενώ εσύ ούρλιαζες από τον πόνο, εγώ τηλεφωνούσα στη μάνα σου και της έλεγα: Κύρα-τέτοια μου, ξεματιάστε τη, είναι ματιασμένη".