Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Παραμύθια...

Είναι Σάββατο βράδυ, 12:50, μόλις τελείωσα τη δουλειά. Διαβάζω (παλιά) μηνύματα. Ακούω "Αντίο, αγάπη διχασμένη". Πίνω μια - ζεστή πια - μπύρα. Και σκέφτομαι πόσο έχουν πονέσει οι καρδιές μας, πόσο θα πονέσουν ακόμα και πόσο τελικά αντέχουν... Ως πότε; Μέχρι να μην ανοίγουν πια; Να μη νοιάζονται; Να πληγωθούν-απογοητευτούν-πικραθούν-πονέσουν τόσο που να μην τις νοιάζει πια; Τερματίζει κάποτε το επίπεδο του πόνου και δεν σε νοιάζει; Αδιαφορείς; Γυρνάς επιδεικτικά την πλάτη και λες "Πάμε για άλλα"; 


Εντάξει, προφανώς και όποιος με διαβάζει έχει καταλάβει ότι περνάω ζόρικα τελευταίως. Και, ναι, προφανώς οφείλεται σε προσωπικούς λόγους, μεταξύ των οποίων το άδειασμα. Ναι, το συναισθηματικό. Αυτό που - στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον - συμβαίνει ΠΑΝΤΑ τη στιγμή που πας να νιώσεις λίγη ασφάλεια. Τη στιγμή που - ως γνήσιος ανασφαλής - έχεις αφήσει τον απαραίτητο χρόνο να περάσει για να βεβαιωθείς ότι δεν είναι κάτι "επιπόλαιο"... Έχεις δει αντιδράσεις, έχεις δει πηγαίο ενδιαφέρον, έχεις δει νοιάξιμο... Έχεις δει τον άλλον να ξενυχτάει με ένα κινητό στο χέρι, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από σένα, για να σου γράφει παραμύθια να αποκοιμηθείς γλυκά. Και πείθεσαι (εσύ, ο ανασφαλής): "Ε, δεν μπορεί. Νοιάζεται. Γιατί άλλωστε να χάνει τον ύπνο του;" Και αφού πειστείς (ναι, εσύ, ο ανασφαλής) αφήνεσαι. Αφήνεσαι να σε πάει όλο αυτό όπου είναι να σε πάει. Να χαρείς το ταξίδι, να το απολαύσεις. Αφήνεσαι να πιστέψεις ότι ίσως τελικά και να σου αξίζει ένα ωραίο όνειρο να γίνει πραγματικότητα...

Και κάπου εκεί ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος. Είναι που σπάει η φούσκα. Ναι, μωρέ. Όνειρο ήταν. Και κατά πάσα πιθανότητα μόνο δικό σου. Νόμιζες, καημένη μου, ότι το μοιράζεσαι. Μπα... Ως συνήθως, αιθεροβατούσες τελικά. Και η προσγείωση ήταν απότομη. Κουβάς με παγωμένο νερό στο κεφάλι. Νερό που έσβησε και τα χρώματα που ζωγράφιζες και τις λέξεις από τα παραμύθια. Και μένει αυτή η ήδη ταλαιπωρημένη καρδιά να μαζεύει πάλι κομμάτια. Να αναρωτιέται πάλι τι έκανε λάθος. Να κοιτάζει γύρω της αντικείμενα που μάζευε τόσους μήνες για να τα δώσει κάπου, γιατί το καθένα κάτι σήμαινε, κάπου αντιστοιχούσε. Σε ένα αστείο μήνυμα, σε μια εικόνα που σου δημιουργήθηκε από ένα από τα παραμύθια, σε κάτι που ήθελες να προσφέρεις. Αυτά τα μικρά, που όλα μαζί έφτιαχναν κάτι μεγαλύτερο. Δημιουργούσαν δύο λέξεις "Εσένα σκέφτομαι". Και, εντάξει, τα αντικείμενα ας πούμε ότι τα πετάς. Τα συναισθήματα τι τα κάνεις; 

Τα ερωτήματα όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν. Οι απαντήσεις δεν υπάρχουν. Συμβουλές; Μάζεψέ τα, πέτα τα και σήκω πάλι σιγά-σιγά. Χάιδεψε τα τραύματά σου εσύ, μην περιμένεις να το κάνει άλλος. Πόσω μάλλον αυτός που τα προκάλεσε. Σήκωσε το κεφάλι, κατάπιε ό,τι νιώθεις και προχώρα. Προς τα πού; Πάντως όχι προς τα εκεί που νόμιζες τόσο καιρό ότι "όλα ήταν ωραία". Άλλαξε ρότα. Αλλά, αλήθεια... Τερματίζει το επίπεδο του πόνου; Σταματάς κάποτε να νοιάζεσαι; Να θυμάσαι; Να νοσταλγείς;

Πάει 1.30... Η μπύρα τελείωσε... Λέω να κοιμηθώ. Γιατί όταν κοιμάμαι, στα όνειρα το "παραμύθι" συνεχίζεται. Πας πολλές φορές εκεί που όλα είναι ωραία. Και σπάνια κάποιος παίζει μαζί σου. Σπάνια σου μιλάει μήνες για όνειρα και παραμύθια και μετά σου υψώνει ένα αδιαπέραστο τείχος λογικής. Στα όνειρα βλέπεις αλλιώς την κατάληξη. Όπως την ήθελες, τη θέλατε, τη σχεδίαζες, την περίμενες, τη λαχταρούσες και θα θυσίαζες πάρα πολλά για να γίνει. Και το πρωί, ως άλλη μέρα της μαρμότας, η προσγείωση είναι και πάλι οδυνηρή. Δεν βαριέσαι, ας ζούμε τα παραμύθια μας έστω και στα όνειρά μας... 

Αυτό που φοβάμαι δεν είναι ότι αργεί η ανάκαμψη, έτσι ήμουν πάντα. Φοβάμαι μήπως πράγματι τερματίζει κάποια στιγμή το επίπεδο του πόνου. Και πια δεν με νοιάζει. Και αδιαφορώ. Και πάψω να αφήνομαι. Γιατί αυτή την αίσθηση ότι μπορεί τελικά ένα όνειρο και να βγει αληθινό δεν την ανταλλάσσω με καμία λογική. Αν, λοιπόν, τερματίζει, φοβάμαι ότι θα γίνω σαν αυτούς. Σαν αυτούς που μου πέταξαν τον κουβά και μου έσβησαν τα παραμύθια... Καληνύχτα μας. Και όνειρα...πολλά! 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Άσπρο-Μαύρο

Έρχονται κάτι ώρες, να, σαν αυτή εδώ… Ώρες περίεργες, ίσως απολογισμού. Σκέφτεσαι τι κάνεις και τι εισπράττεις. Τα βάζεις σε μία νοητή ζυγαριά. Όχι για να τα μετρήσεις. Μάλλον για να δεις αν είσαι θύτης ή θύμα. Γιατί, καλώς ή κακώς, χωριζόμαστε σε κατηγορίες. Εμείς και οι άλλοι. Οι καλοί και οι κακοί. Οι φιλότιμοι και οι αχάριστοι. Οι εσωστρεφείς και οι εξωστρεφείς. Οι θύτες και τα θύματα. Ή μήπως όχι;….

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Βουτιά στις αναμνήσεις


Έχω ένα αντηλιακό γαλάκτωμα στο μπάνιο. Πάνω στην ξύλινη εταζέρα. Κάθε που πλένω τα χέρια μου (πολλάκις ημερησίως, τέρμα ψυχαναγκασμός), σκύβω κοντά στο μπουκάλι και μυρίζω. Τι εικόνες μπορεί να σου φέρει μία μυρωδιά... Εικόνες από αναμνήσεις εμπειριών σου, αλλά και εικόνες από αναμνήσεις της φαντασίας σου.


Κάθε που μπαίνω στο μπάνιο, λοιπόν, θυμάμαι. Μικρή στη Ζάκυνθο, ξυπόλυτη και με μονοκίνι (πόσο sex symbol το 7άχρονο!), να περνάω το περισσότερο μέρος της ημέρας στην παραλία, πλατσουρίζοντας στα νερά και κάνοντας κάθε τόσο νέους φίλους. Κάστρα στην άμμο, μακροβούτια στη θάλασσα κι ένα μαύρισμα που θα ζήλευε ιδιοκτήτρια στούντιο σολάριουμ! Κι έπειτα, το βραδάκι, λίγες δραχμές στο χέρι και βουρ για το θερινό σινεμαδάκι που ήταν δίπλα στο σπίτι. Πασατέμπος, αναψυκτικό, μεθυστικές μυρωδιές από νυχτολούλουδο και διπλή προβολή (η δεύτερη συνήθως κερασμένη).

Κάθε που μπαίνω στο μπάνιο, λοιπόν, θυμάμαι. Τις φωνές της μαμάς: "Βάλε αντηλιακό, παιδί μου, θα καείς!" Κοιμάσαι Νότα στην παραλία, ξυπνάς αστακός. Κι έπειτα, το βράδυ, το παραμικρό αεράκι πάνω στην καμένη σου σάρκα δημιουργεί ρίγη ανατριχίλας. Ακολουθούν τα γνωστά: πόνος, γιαούρτια κι αλλαγή δέρματος! Αλλά δεν σε νοιάζει. Τον χάρηκες τον ύπνο στον ήλιο. (Έχει κάτι εξαγνιστικό ο ύπνος στον ήλιο υπό τους ήχους του θαλασσινού νερού. Ξυπνάς με μια γλυκιά ζαλάδα και ένα είδος επιλεκτικής αμνησίας. Θυμάσαι μόνο ότι θες λίγο καρπούζι (όταν είσαι πιτσιρίκι) ή μια παγωμένη μπύρα (όταν μεγαλώνεις πια) και ξεχνάς όλα τα υπόλοιπα!)

Κάθε που μπαίνω στο μπάνιο, θυμάμαι ότι ξεχνάω πια από πότε έχω να κάνω διακοπές ανέμελη. Χωρίς να σκέφτομαι τα έξοδα, την κούραση από τις μεταφορές, το κακό που κάνει ο ήλιος και τη βαβούρα στις παραλίες. Θυμάμαι ότι ξεχνάω πια από πότε δεν συνδέω τις μέρες που πιθανόν να κάτσω με τα χαμένα μεροκάματα. Κυριαρχεί η σκέψη: "Θα κάτσεις λίγο να ξεκουραστείς, κι όταν έρθει η μέρα να πληρωθείς, θα μετανιώσεις".

Όσο κι αν "πιτερπανίζω", μεγάλωσα. Και νομίζω ότι δεν ρισκάρω πια. Συμβιβάζομαι με τις αναμνήσεις και έχω πάψει να δημιουργώ νέες. Ούτε λόγος για διακοπές φέτος. Τα οικονομικά επιτρέπουν καρπούζι στο μπαλκόνι και παγωμένη μπύρα. Ευτυχώς, όμως, είναι πολλές οι αναμνήσεις που ξυπνάει ένα μπουκάλι αντηλιακό στο μπάνιο. Ανατριχίλα από την καμένη σάρκα, γλυκιά ζαλάδα από τον ήλιο, αμέτρητες ώρες απογευματινής ανίας και δροσερό βραδινό αεράκι στον θερινό κινηματογράφο. Μια μυρωδιά που ξυπνάει τόσες πολλές άλλες κι άλλο ένα καλοκαίρι στην Αθήνα... Πάνω στο πληκτρολόγιο... Κάνοντας μακροβούτια στις μεταφράσεις αντί για τη θάλασσα...

Δεν το πετάω το αντηλιακό. Φοβάμαι πως τότε μόνο η ζέστη θα μου θυμίζει ότι είναι καλοκαίρι. Κι όσο περνάει ο καιρός, αυτές οι αναμνήσεις θα ξεθωριάζουν. Αν τα προβλήματα και η ρουτίνα της καθημερινότητας προσπαθούν με ένα αόρατο σφουγγάρι να τις σβήσουν, θα είναι πάντα εκεί μια μυρωδιά που θα τις κρατάει ζωντανές...

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Παραστάσεις...


Παριστάνουμε τους άνετους, τους ευτυχισμένους... Παριστάνουμε ότι είμαστε καλά. Προσποιούμαστε. Γιατί; Για να μη δείξουμε τις αδυναμίες μας. Μας έμαθαν έτσι. Να μη βλέπει ο άλλος πόσο πονάμε, πόσο ευάλωτοι είμαστε και πόσο αδύναμοι. Να δείχνουμε δυνατοί και αήττητοι. Καλά μέχρι εδώ. ΕΣΤΩ ότι αυτό είναι άμυνα. Ότι πράγματι προστατεύουμε τον εαυτό μας κατά κάποιον τρόπο. Όταν προσποιούμαστε κι άλλα όμως....;