Είναι Σάββατο βράδυ, 12:50, μόλις τελείωσα τη δουλειά. Διαβάζω (παλιά) μηνύματα. Ακούω "Αντίο, αγάπη διχασμένη". Πίνω μια - ζεστή πια - μπύρα. Και σκέφτομαι πόσο έχουν πονέσει οι καρδιές μας, πόσο θα πονέσουν ακόμα και πόσο τελικά αντέχουν... Ως πότε; Μέχρι να μην ανοίγουν πια; Να μη νοιάζονται; Να πληγωθούν-απογοητευτούν-πικραθούν-πονέσουν τόσο που να μην τις νοιάζει πια; Τερματίζει κάποτε το επίπεδο του πόνου και δεν σε νοιάζει; Αδιαφορείς; Γυρνάς επιδεικτικά την πλάτη και λες "Πάμε για άλλα";
Εντάξει, προφανώς και όποιος με διαβάζει έχει καταλάβει ότι περνάω ζόρικα τελευταίως. Και, ναι, προφανώς οφείλεται σε προσωπικούς λόγους, μεταξύ των οποίων το άδειασμα. Ναι, το συναισθηματικό. Αυτό που - στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον - συμβαίνει ΠΑΝΤΑ τη στιγμή που πας να νιώσεις λίγη ασφάλεια. Τη στιγμή που - ως γνήσιος ανασφαλής - έχεις αφήσει τον απαραίτητο χρόνο να περάσει για να βεβαιωθείς ότι δεν είναι κάτι "επιπόλαιο"... Έχεις δει αντιδράσεις, έχεις δει πηγαίο ενδιαφέρον, έχεις δει νοιάξιμο... Έχεις δει τον άλλον να ξενυχτάει με ένα κινητό στο χέρι, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από σένα, για να σου γράφει παραμύθια να αποκοιμηθείς γλυκά. Και πείθεσαι (εσύ, ο ανασφαλής): "Ε, δεν μπορεί. Νοιάζεται. Γιατί άλλωστε να χάνει τον ύπνο του;" Και αφού πειστείς (ναι, εσύ, ο ανασφαλής) αφήνεσαι. Αφήνεσαι να σε πάει όλο αυτό όπου είναι να σε πάει. Να χαρείς το ταξίδι, να το απολαύσεις. Αφήνεσαι να πιστέψεις ότι ίσως τελικά και να σου αξίζει ένα ωραίο όνειρο να γίνει πραγματικότητα...
Και κάπου εκεί ακούγεται ένας εκκωφαντικός κρότος. Είναι που σπάει η φούσκα. Ναι, μωρέ. Όνειρο ήταν. Και κατά πάσα πιθανότητα μόνο δικό σου. Νόμιζες, καημένη μου, ότι το μοιράζεσαι. Μπα... Ως συνήθως, αιθεροβατούσες τελικά. Και η προσγείωση ήταν απότομη. Κουβάς με παγωμένο νερό στο κεφάλι. Νερό που έσβησε και τα χρώματα που ζωγράφιζες και τις λέξεις από τα παραμύθια. Και μένει αυτή η ήδη ταλαιπωρημένη καρδιά να μαζεύει πάλι κομμάτια. Να αναρωτιέται πάλι τι έκανε λάθος. Να κοιτάζει γύρω της αντικείμενα που μάζευε τόσους μήνες για να τα δώσει κάπου, γιατί το καθένα κάτι σήμαινε, κάπου αντιστοιχούσε. Σε ένα αστείο μήνυμα, σε μια εικόνα που σου δημιουργήθηκε από ένα από τα παραμύθια, σε κάτι που ήθελες να προσφέρεις. Αυτά τα μικρά, που όλα μαζί έφτιαχναν κάτι μεγαλύτερο. Δημιουργούσαν δύο λέξεις "Εσένα σκέφτομαι". Και, εντάξει, τα αντικείμενα ας πούμε ότι τα πετάς. Τα συναισθήματα τι τα κάνεις;
Τα ερωτήματα όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν. Οι απαντήσεις δεν υπάρχουν. Συμβουλές; Μάζεψέ τα, πέτα τα και σήκω πάλι σιγά-σιγά. Χάιδεψε τα τραύματά σου εσύ, μην περιμένεις να το κάνει άλλος. Πόσω μάλλον αυτός που τα προκάλεσε. Σήκωσε το κεφάλι, κατάπιε ό,τι νιώθεις και προχώρα. Προς τα πού; Πάντως όχι προς τα εκεί που νόμιζες τόσο καιρό ότι "όλα ήταν ωραία". Άλλαξε ρότα. Αλλά, αλήθεια... Τερματίζει το επίπεδο του πόνου; Σταματάς κάποτε να νοιάζεσαι; Να θυμάσαι; Να νοσταλγείς;
Πάει 1.30... Η μπύρα τελείωσε... Λέω να κοιμηθώ. Γιατί όταν κοιμάμαι, στα όνειρα το "παραμύθι" συνεχίζεται. Πας πολλές φορές εκεί που όλα είναι ωραία. Και σπάνια κάποιος παίζει μαζί σου. Σπάνια σου μιλάει μήνες για όνειρα και παραμύθια και μετά σου υψώνει ένα αδιαπέραστο τείχος λογικής. Στα όνειρα βλέπεις αλλιώς την κατάληξη. Όπως την ήθελες, τη θέλατε, τη σχεδίαζες, την περίμενες, τη λαχταρούσες και θα θυσίαζες πάρα πολλά για να γίνει. Και το πρωί, ως άλλη μέρα της μαρμότας, η προσγείωση είναι και πάλι οδυνηρή. Δεν βαριέσαι, ας ζούμε τα παραμύθια μας έστω και στα όνειρά μας...
Αυτό που φοβάμαι δεν είναι ότι αργεί η ανάκαμψη, έτσι ήμουν πάντα. Φοβάμαι μήπως πράγματι τερματίζει κάποια στιγμή το επίπεδο του πόνου. Και πια δεν με νοιάζει. Και αδιαφορώ. Και πάψω να αφήνομαι. Γιατί αυτή την αίσθηση ότι μπορεί τελικά ένα όνειρο και να βγει αληθινό δεν την ανταλλάσσω με καμία λογική. Αν, λοιπόν, τερματίζει, φοβάμαι ότι θα γίνω σαν αυτούς. Σαν αυτούς που μου πέταξαν τον κουβά και μου έσβησαν τα παραμύθια... Καληνύχτα μας. Και όνειρα...πολλά!