Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

25η Ώρα

11:30 βράδυ Πέμπτης και ξαπλώνοντας αναπαυτικά στο κρεβάτι διαβάζω τις τελευταίες σελίδες από το θρίλερ που διαβάζω τις τελευταίες δέκα μέρες. Εξαιρετική τροπή, αναπάντεχη ανατροπή στο τέλος, αγωνία και ένα αίσθημα ολοκλήρωσης της ιστορίας στην τελευταία σελίδα. Τέσσερα βήματα ως τη βιβλιοθήκη μετά, για την επιλογή του επόμενου. Το βρήκα, “The Celestine Prophecy”, μου το πρότειναν πρόσφατα ως εξαιρετικό. Αλλά νύσταξα, θα το ξεκινήσω αύριο. Σβήνω το φως, ξαπλώνω κι εκεί που είμαι έτοιμη να κοιμηθώ ακούω τη «Νέμεσή» μου… Ένα ηχηρό και πεντακάθαρο τικ-τακ ρολογιού! «Δεν μπορεί», σκέφτομαι, «εγώ δεν έχω ρολόι πουθενά!» Ανάβω το φως κι αρχίζω να ψάχνω τριγύρω για κάποιο ξεχασμένο ρολόι, αν κι ήμουν σίγουρη ότι αποκλείεται να υπάρχει κάτι τέτοιο στο δωμάτιό μου. Ο ήχος – όπως γίνεται με καθετί ενοχλητικό – αυξάνεται όσο εστιάζω σε αυτόν. Γίνεται πιο έντονος. Πλέον ηχεί σαν καμπάνα στα αυτιά μου. Τα νεύρα εντείνονται όσο και η – φρενήρης πλεόν - προσπάθειά μου να βρω την προέλευσή του. Εστιάζω στον τοίχο, κολλάω το αυτί μου λες και προσπαθούσα να ακούσω τι λένε οι γείτονες και τον εντοπίζω! Μεσοτοιχία με το δωμάτιό μου είναι η εξωτερική αποθήκη του ορόφου, όπου και βρίσκονται ρολόγια του ρεύματος κ.ο.κ.

Αναγνωρίζοντας την ξεκάθαρη ήττα μου, μη έχοντας λύση στο πρόβλημά μου, βάζω τις ωτοασπίδες και προσπαθώ να κοιμηθώ. Μάταια, όμως. Αυτό το τικ-τακ μού ξύπνησε σκέψεις. Σκέψεις σχετικές με τον χρόνο και γιατί τον απεχθάνομαι το ίδιο έντονα όσο πιθανόν να τον αγαπώ. Τον απεχθάνομαι γιατί περνώντας κάνει κάποιες αναμνήσεις μου να ξεθωριάζουν. Μπορεί πιθανόν να μην ξεχάσω ποτέ ότι τη στιγμή που έμπαινα μαζί με τη μαμά στο αεροδρόμιο, νιώθοντας ξεριζωμένες – όχι από την πατρίδα, αλλά από τους δικούς μας ανθρώπους – για να δημιουργήσουμε μια πιο ήρεμη ζωή στο εξωτερικό, ακουγόταν από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου η μουσική από την «Πολίτικη Κουζίνα»…. Αλλά ίσως κάποια στιγμή να ξεχάσω ότι μέσα στο αεροπλάνο – σε αυτές τις 3,5 ώρες – πέρασε όλο μου το παρελθόν μπροστά από τα μάτια μου κι αναρωτιόμουν αν κάνουμε το σωστό…

Μπορεί να ξεχάσω πόσο καιρό χρειαστήκαμε για να τακτοποιηθούμε, να μπούμε στο σπίτι μας, να ηρεμήσουμε και να δρομολογήσουμε τη – νέα – ζωή μας, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία νομίζω ήρθαμε πιο κοντά από ποτέ, περιπλανώμενες μεν σαν αθίγγανες, αλλά στηρίζοντας η μία την άλλη στωικά αλλά δυσδιάκριτα για τον «πολύ κόσμο».

Μπορεί κάποια στιγμή να ξεχάσω τους «φίλους» που πέρασαν κι έφυγαν από τη ζωή μου σαν τυφώνες…. Τυφώνες, λάθος λέξη. Αυτοί πίσω τους αφήνουν ερείπια…. Εγώ νιώθω πιο δυνατή τελικά κάθε φορά που φεύγει κάποιος. Γιατί; Γιατί καταλαβαίνω ότι μπορώ και χωρίς αυτόν. Οπότε, χμ… Που πέρασαν κι έφυγαν από τη ζωή μου ως περαστικοί. Ναι, περαστικοί ήταν. Δε θα ξεχάσω, όμως, ότι έστω στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα, μαζί τους γέλασα, έκλαψα, μοιράστηκα, ονειρεύτηκα.

Μπορεί κάποια στιγμή να ξεχάσω τη φωνή της γιαγιάς μου, που μου τηλεφωνούσε ανά δεκάλεπτο για να μου πει κάτι ανούσιο και με εκνεύριζε σε βαθμό υστερίας, αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ το παγωτό ξυλάκι που τρώγαμε για να δροσιστούμε τα καλοκαίρια στο σαλονάκι της (παρά την ανυπόφορη μυρωδιά ναφθαλίνης που αναδυόταν από το σπίτι της πάντα!)

Εν ολίγοις, ο χρόνος περνάει. Και παίρνει μαζί του πολλά. Και αφήνει πίσω του επίσης πολλά. Κι έρχεται κάποια στιγμή – με αφορμή ένα «τικ-τακ» ενός ρολογιού από την αποθήκη, που σου ‘ρχονται όλα στο μυαλό. Κι αυτά που ξεχνάς ακόμα εκεί είναι. Ίσως να κρύβονται για να μην πονάς. Ίσως τα κρύβεις για να μην πονάς. Αλλά θα ‘ρθει μια στιγμή, μια ώρα, που θα σου ‘ρθουν πάλι όλα στο μυαλό. Είναι σίγουρα η 25η ώρα… Γιατί τελικά εκεί τα φορτώνουμε όλα. Αυτά που δεν έχουμε το κουράγιο να διαγράψουμε, να ξεχάσουμε, να ονειρευτούμε ή να ζήσουμε. Στο χρόνο που μας λείπει. Στην ώρα που μας λείπει. Στην ώρα που υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχει. Στην 25η.

(Το κείμενο εστάλη στο 25th Hour Project. Ίσως το διαβάσουμε κι εκεί, λοιπόν...)