Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Όταν χαμογελάνε τα μάτια...

Εδώ, στα βόρεια της Ευρώπης, οι άνθρωποι είναι σαν κουρδισμένοι. Πάνε στη δουλειά τους πάντα στην ώρα τους. Λένε πάντα "συγγνώμη" και "ευχαριστώ", ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Τόσο, που ίσως να χάνουν κι οι λέξεις το νόημά τους. Και (σχεδόν) πάντα σου χαμογελάνε, αν διασταυρωθούν οι δρόμοι σας. Αλλά με ένα χαμόγελο σχεδόν προσποιητό. Σαν απλώς να ανασηκώνονται λίγο τα χείλη. Επειδή πρέπει. Επειδή έτσι τους έμαθαν. Επειδή αυτό είναι ευγενικό.
Σήμερα, όμως, συνέβη κάτι απροσδόκητα ευχάριστο. Εκείνη περπατούσε κουρασμένα και με τη σκέψη να ταξιδεύει κάπου πιο... νότια. Από την αντίθετη κατεύθυνση την πλησίαζε ένας άνδρας, ψηλός, λίγο άχαρος, καλοντυμένος. Κοιτούσε το κινητό του. Και λίγο πριν περάσει ακριβώς από δίπλα της, σήκωσε τα μάτια του από το κινητό του και χαμογέλασε. Με ένα χαμόγελο αυθόρμητο και "γάργαρο", λες και ήταν γέλιο. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει. Ήταν λες και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια ιστορία. Ήταν λες και τα μάτια του έλεγαν το πιο αισιόδοξο τραγούδι. ήταν λες και χαμογελούσαν μόνο τα μάτια του.
Ο άνδρας την κοίταξε για λίγο αμήχανα, μιας κι εκείνη είχε μείνει να τον κοιτάζει, κι έπειτα την προσπέρασε. Το χαμόγελό του αυτό ήταν η αφορμή για μια σειρά σκέψεων που ξεπηδούσαν σαν πυροτεχνήματα στο κεφάλι της...

Πώς οι άνθρωποι πιστεύουμε ότι έχουμε άμυνες, ότι χτίζουμε τοίχους για να μην πλησιάζουν άλλοι, ότι προσποιούμαστε τους ευτυχισμένους ή τους ευγενικούς ή τους απόμακρους; Ε, όλα αυτά είναι μπαρούφες. Αν κοιτάξεις έναν άνθρωπο στα μάτια τη στιγμή που δεν το περιμένει, αν τον δεις όταν δεν σε βλέπει, θα τα δεις όλα. Σαν να διαβάζεις το βιβλίο που κρύβει ο καθένας στην ψυχή του. Θα δεις τη χαρά που του προσφέρει η ιδέα ότι βρίσκεται στο μυαλό κάποιου. Θα δεις την ελπίδα που του προσφέρει η πιθανότητα του έρωτα. Θα δεις τη φλόγα που τον καίει από έναν παράφορο έρωτα. Θα δεις την απογοήτευση από την ήττα. Θα δεις τις πληγές από όνειρα που βυθίστηκαν. Θα ακούσεις τον ήχο από τα δάκρυα που στεγνώνουν σε μαξιλάρια. Θα ακούσεις αναστεναγμούς απελπισίας, απόγνωσης ή και κορύφωσης. Θα μυρίσεις το δέρμα από χέρια, το άγγιγμα των οποίων προκαλεί ψυχικές ανατριχίλες. Θα μυρίσεις τα μαλλιά της, όπως τα μυρίζει εκείνος κάθε πρωί που ξυπνάει δίπλα της κι ευχαριστεί τον Θεό, τις μοίρες ή την τύχη που την έφερε δίπλα του. Θα νιώσεις τους χτύπους της καρδιάς του. Θα νιώσεις την ταραχή και την προσμονή και την αγωνία. Θα νιώσεις την ευτυχία του, τη δυστυχία ή την απάθειά του...

Όταν κοιτάμε τους ανθρώπους στα μάτια, τα βλέπουμε όλα. Όσους τοίχους κι αν προσπαθούμε να χτίσουμε για να προστατευτούμε ή για να κρυφτούμε, τα μάτια μας πάντα θα μας προδίδουν. Θα δείχνουν την αλήθεια μας. Το ατόφιο μας. Το πραγματικό. Κλισέ; Μπορεί. Λίγα κλισέ, όμως, είναι ψέματα τελικά, αν το καλοσκεφτούμε... 

Άγνωστε άνδρα που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας σήμερα για λίγα δευτερόλεπτα, σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ γιατί ήσουν αφορμή να βουτήξω σε μία θάλασσα σκέψεις και να ξεχάσω λίγο τα δικά μου. Σε ευχαριστώ γιατί είδα ένα αυθόρμητο χαμόγελο μετά από πολύ καιρό. Σε ευχαριστώ γιατί στα μάτια σου είδα εμένα πριν λίγο καιρό και με χάρηκα. Σε ευχαριστώ. Και μπορεί να μεθερμήνευσα τα πάντα, κι εσύ απλώς να χαμογέλασες γιατί σου έστειλαν μήνυμα ότι απόψε θα φάτε πίτσα, ας πούμε. Λίγο με νοιάζει. Εγώ ταξίδεψα.... Αφορμή ήθελα, άλλωστε.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Skipped beats

Πήγαιναν συχνά για καιρό σε ένα δωμάτιο πάνω από ένα τζαζ κλαμπ. Ημίφως κυριαρχούσε πάντα. Κάποιες φορές ίσως και μόνο σκοτάδι. Και το δωμάτιο μύριζε πάντα κάτι από καμένη καραμέλα... Πήγαιναν συχνά για καιρό σε εκείνο το δωμάτιο. Κι άκουγαν απόηχους από κάτω. Τον απόηχο από την τζαζ που τραγουδούσαν διάφοροι ημιαλκοολικοί τύποι. Τον απόηχο από τους καβγάδες που έστηναν οι μεθύστακες έξω από το μαγαζί. Καμιά φορά εκείνη κοιτούσε από το παράθυρο, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, τις σκιές στο πεζοδρόμιο, όσο τον περίμενε. Κι άφηνε τη φαντασία της να φτιάχνει ιστορίες για τους ανθρώπους. Σκεφτόταν τι πληγές και τι απωθημένα μπορεί να είχε ο καθένας. Τι σκεφτόταν πριν κοιμηθεί τα βράδια. Τι όνειρα έκανε, τι περίμενε από αυτή τη ζωή. Και, τέλος, τι έψαχνε σε αυτό το τζαζ κλαμπ. 

Μετά ερχόταν εκείνος. Μόλις άκουγε την πόρτα να ανοίγει, η καρδιά της έχανε παλμούς. Γύριζε αργά το κεφάλι για να δει το πρόσωπό του και να καταλάβει πώς ήταν. Ήρεμος; Στενοχωρημένος; Αγχωμένος; Σε κάθε περίπτωση, εκείνη φορούσε το πιο γλυκό της χαμόγελο και τον καλοδεχόταν με ένα φιλί. Μετά από μια ψιλοκουβέντα, εκείνος έπαιρνε θέση στην κουζίνα. Της μαγείρευε κάθε βράδυ. Κι εκείνη του έκανε συντροφιά, ακούγοντας κάθε φορά τις ιστορίες που της έλεγε. Κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Κι όσο εκείνος μιλούσε, εκείνη έκανε εικόνες τις λέξεις του. Στο ένα χέρι κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο, και με το άλλο έστριβε ανεπιτήδευτα μια τούφα από τα μαλλιά της. Στις παύσεις από τις ιστορίες του, έστηναν αυτί να ακούσουν τον απόηχο από το τζαζ κλαμπ. Όταν άκουγαν τραγούδι που άρεσε και στους δύο, χάριζαν ο ένας στον άλλον ένα πονηρό χαμόγελο, τύπου συνομωτικό. Γιατί μόνο εκείνοι ήξεραν πώς και ποια τραγούδια τούς συνέδεαν... Κάποια φορές χόρευαν κιόλας. Ω, πόσο γελούσαν όταν χόρευαν. Και χορεύοντας έφευγαν οι έγνοιες για λίγο, και με τα γέλια ξεχνούσαν για λίγο τα άχαρα της ζωής. Ή τα δύσκολα. Χόρευαν ανέμελα και αστεία, σαν δυο αρχέτυπα Αρλεκίνων. Σαν παλιάτσοι. Σαν μαριονέτες ξεχαρβαλωμένες. Σαν να κορόιδευαν τον ρεαλισμό και να γελούσαν στα μούτρα του...

Δεν ήταν "συννεφάκι" το δωμάτιο αυτό. Ήταν υπαρκτό. Καταφύγιο ίσως. Απάγκιο. Ειπώθηκαν, ακούστηκαν, μοιράστηκαν πολλά εκεί μέσα. Ίσως και δυο ζωές συνοπτικά. Ωστόσο, όπως όλα στη ζωή δυστυχώς, δεν είναι το ίδιο πια. Εκείνη εξακολουθεί να πηγαίνει κάθε βράδυ. Εξακολουθεί να κοιτάζει από το παράθυρο, με ένα τσιγάρο στο χέρι. Αλλά αυτή τη φορά δεν κοιτάζει τις σκιές των θαμώνων του κλαμπ. Αναζητάει τη δική του σκιά. ...like a poet needs the pain.... or as roses need the rain, που λέει κι η Νίνα...
https://www.youtube.com/watch?v=G3TcEZYU3XY

Δεν είναι το ίδιο πια, αλλά υπάρχει. Σε άλλη μορφή, σε άλλη διάσταση, ίσως με άλλον τρόπο. Εκείνη θυμάται ακόμα τις εικόνες που έφτιαχναν οι λέξεις από τις ιστορίες του. Και πάντα τις συνοδεύει με τα τραγούδια του. Και ξεχνάει τις σκληρές του λέξεις, αυτές που της είπε φεύγοντας. Ίσως γιατί τις πίστευε ή ίσως για να την απομακρύνει... Τις ξεχνάει ηθελημένα. Τον θυμάται μόνο όρθιο στην κουζίνα, να λέει ιστορίες, να μαγειρεύει, να πλησιάζει στο τραπέζι και σκύβοντας να πάρει ένα τσιγάρο να της σκάει ένα φιλί στον ώμο που ξεπρόβαλλε από το λευκό μπλουζάκι...

Το δωμάτιο το κράτησε, λοιπόν. Έστω και μόνη της. Και περνάει τα βράδια κοιτώντας από το παράθυρο, αναζητώντας μια σκιά. Τη δική του. Κι όταν ακούει βήματα στον διάδρομο, χάνει παλμούς. Το ίδιο κι όταν περνάει κάποια σκιά που της τον θυμίζει. Ζει με την ψευδαίσθηση ότι είναι κρυμμένος σε κάποιο στενό απέναντι και την κοιτάζει κρυφά. Κι έτσι περνάνε τα βράδια, αλλιώς δεν κοιμάται... Αν δεν νιώθει ότι there's someone to watch over her... 

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Μου λείπεις, γιαγιά...

Ήταν η σχέση μας πάντα περίεργη. Δεν ήμουν η αγαπημένη της εγγονή. Οι άλλες ήταν. Ίσως επειδή την είχαν ξεχάσει χρόνια κι εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά τους, ενώ τη δική μου την είχε - ας πούμε - δεδομένη. Κι ενώ μέχρι που έφυγε είχαμε περάσει πάρα πολλά μαζί, από όταν έφυγε λίγα πράγματα θυμάμαι από εκείνη...

Θυμάμαι χειμωνιάτικα Σαββατόβραδα που τρώγαμε μανέστρα με λεμόνι για βράδυ κι έπειτα περιμέναμε να δούμε το "ελληνικό" στην τηλεόραση. Εμένα συνήθως με έπαιρνε πρώτη ο ύπνος, αλλά συχνά πυκνά με ξυπνούσε το ροχαλητό της και το ενοχλητικό - όταν κοιμάσαι - φως της τηλεόρασης. 
Θυμάμαι να πηγαίνω Μ. Πέμπτη στο σπίτι της και να μυρίζει όλη η πολυκατοικία από τα τσουρέκια της.
Θυμάμαι καλοκαιρινά απογεύματα στο Πεδίο του Άρεως, εγώ να παίζω στα χώματα κι εκείνη να κάνει βελονάκι σε κάποιο παγκάκι μιλώντας κάπως αδιάφορα στις διπλανές της.
Θυμάμαι να με σέρνει - σχεδόν κυριολεκτικά - από εκκλησία σε εκκλησία και να με βάζει να της γράφω τα "Υπέρ Υγείας " και τα "Υπέρ Αναπαύσεως", γιατί ήταν αναλφάβητη.
Θυμάμαι να με πηγαίνει στο Μινιόν, στο Ζάππειο, στην Αιδηψό, σε μια συναυλία της Αλεξίου (στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γιατί ήταν συντοπίτισσά της).
Θυμάμαι ότι όταν έγινε ο σεισμός το 1999, την πήραμε σπίτι για να μη φοβάται. (Που πιο πιθανό θα ήταν ο σεισμός να φοβόταν τη γιαγιά μου παρά το αντίθετο). Δεν άντεξε πάνω από δύο μέρες, ήθελε τη βολή της, τη μοναξιά της...
Θυμάμαι μια Δευτέρα που πήγα να της αφήσω κάτι σπίτι της. Δεν ανέβηκα καν πάνω, με περίμενε στο πεζοδρόμιο. Είχα πάρα πολλά νεύρα, είχε γίνει πολύ κουραστική. Επαναλαμβανόταν συνέχεια, τηλεφωνούσε είκοσι φορές να πει το ίδιο πράγμα. Αλλά εγώ δεν είχα καμία κατανόηση, καμία συμπόνια. Ούτε για την ηλικία ούτε για την κούρασή της. Και φεύγοντας της είπα: "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ!"
Και μετά θυμάμαι ένα τηλεφώνημα την επόμενη Δευτέρα το απόγευμα. "Νότα, η γιαγιά σου πέθανε".

Όσα ακολούθησαν εκείνη τη μέρα βρίσκω περιττό να τα αναφέρω. Θα πω μόνο πως μέχρι και τη στιγμή της ταφής δεν το πίστευα. Ήταν η προσωποποίηση του "πιάνει την πέτρα και τη στύβει". Ήταν ο πιο σκληρός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ήταν ίσως και το μόνο στήριγμα που είχαμε... Και στην αφέλεια της νιότης πίστευα ότι δε θα έφευγε ποτέ. Στην άρνηση του θανάτου δε, ακόμα θέλω να πιστεύω ότι δεν έφυγε ποτέ. (Μην αρχίσω να λέω πόσες φορές τη νιώθω κοντά μου, γιατί θα μου κλείσετε ραντεβού σε ψυχίατρο, θαρρώ)

Θα αναφερθώ μόνο στις συνέπειες που είχε πάνω μου όλο αυτό το "Πέμπτη-Δευτέρα" που περιέγραψα πιο πάνω. Αφενός είμαι ανίκανη να βγάλω ανθρώπους από τη ζωή μου, να βάλω τελείες, να διαγράψω. Δεν μπορώ το τέλος. Δεν μπορώ να το δεχθώ, δεν μπορώ να το χωνέψω, ρε παιδί μου. Αφετέρου, προσέχω - συνήθως - ποια θα είναι τα τελευταία λόγια που θα πω σε κάποιον, γιατί έμαθα the hard way ότι μπορεί πράγματι να είναι τα τελευταία...

Άφησα για το τέλος μια πικρή "ανάμνηση". Δε θυμάμαι να σου είπα ποτέ "Σ' αγαπώ", ρε γιαγιά... Ίσως τελικά εγώ να σε είχα πιο πολύ δεδομένη από όσο εσύ εμένα. Συγγνώμες σού έχω ζητήσει πολλές, κυρίως για εκείνη την Πέμπτη. Το αν τις "ακούς" ή όχι περνάει στα μεταφυσικά πια... Κι όσο θα με τρώει το "Μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ" μέχρι να 'ρθει κι η δική μου η ώρα, άλλο τόσο θα με τρώει που δε σου είπα ποτέ κι ότι σ' αγαπούσα, ότι σ' αγαπώ. Κι αν και πλέον δεν έχει ίσως καμία αξία, θέλω να σου πω κι ότι μου λείπεις. Και πλέον δεν απορώ γιατί δεν παραπονιόσουν ποτέ όταν έπεφτε το λιωμένο κερί στο χέρι σου στον επιτάφιο. Ξέρω. 


Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Listen to your heart...

Σε ένα από αυτά τα περίεργα ταξίδια που κάνει κανείς στο YouTube, κατέληξα χθες να ακούω αυτό το τραγούδι των Roxette και έκτοτε μπήκε το μυαλό μου σε μία λούπα να σκέφτομαι πόσο σοφό μπορεί να είναι να ακολουθεί κανείς την καρδιά του. Δεν κατέληξα πουθενά. Όπως πάντα - χωρίς γκρι ζώνες - οι σκέψεις κινήθηκαν στα άκρα, στο άσπρο - μαύρο...

Η καρδιά, νομίζω, δεν έχει λογική ούτε συμφέρον. Δεν υπολογίζει αν εκεί που θέλει να πάει θα πληγωθεί ή θα καεί. Κάτι (συνήθως δυνατό) την τραβάει και πάει με κλειστά μάτια. (Δεν μπορώ να επεκταθώ πάνω σε αυτό το "κάτι"... Είναι τόσο διαφορετικό στον καθένα. Ίσως είναι αυτό που γεμίζει κενά, ίσως είναι αυτό που δεν έχεις, ίσως είναι αυτό που θαυμάζεις, δεν ξέρω...) Σε πάει, λοιπόν, δεν την πας. Στα τυφλά. Χωρίς εχέγγυα, χωρίς προειδοποιήσεις, χωρίς ζώνη και δίχτυ ασφαλείας. Ούτε σε αυτή τη διαδρομή μπορώ να επεκταθώ... Μπορεί να είναι τραινάκι του τρόμου, μπορεί να είναι walk in the park. Είπαμε, σιγά μη σε ρωτήσει πού θα σε πάει. Αμ δε! Άπαξ κι είσαι από αυτούς που την ακολουθούν no matter what, θα σε πάει όπου νομίζει. Και, για ένα διάστημα τουλάχιστον, θα σου αρέσει κιόλας. Η διευκρίνιση περί διαστήματος μπήκε σφήνα, γιατί δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που σε πάει ντουγρού σε γκρεμό. Ε, τότε όσο μαζόχα και να 'σαι, δε σ' αρέσει, trust me. 

Από την άλλη, όμως, ξέρω ανθρώπους που "διαλέγουν" πού θα πάνε. Βλέπουν από την αρχή στραβά-περίεργα-αδιέξοδα-ασύμβατα-πανωλεθρίες και τα αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Και επιλέγουν εκ του ασφαλούς. Τα βατά, αυτά που δε θα τους δυσκολέψουν, που δε θα τους βγάλουν από τη βολή τους, από τα γνωστά και τα οικεία. Τι ακολουθούν, όμως, αυτοί; Την καρδιά ή την ψυχρή υπολογιστική λογική; Και αν θεωρήσουμε χοντρικά ότι υπάρχουν νικητές και χαμένοι, ποιοι ανήκουν στην πρώτη και ποιοι στη δεύτερη κατηγορία; Γιατί η ζωή δείχνει ότι αυτοί που ακολουθούν την καρδιά τους τυφλά καταλήγουν στον προαναφερθέντα γκρεμό τις περισσότερες φορές. Ενώ οι άλλοι, αυτοί που εγώ προσωπικά θεωρώ συμφεροντολόγους και βολεψάκηδες καταλήγουν εκεί. Στη βολή. Δεν ξέρω πώς νιώθουν, δεν ξέρω αν ένιωσαν ποτέ γεμάτοι, δεν ξέρω αν ένιωσαν ποτέ αυτή την εσωτερική πίεση - σχεδόν σαν ηφαιστείου λίγο πριν την έκρηξη - που νιώθεις όταν "ακολουθείς" αυτό που αγαπάς. Αυτό που δεν αντέχεις μακριά του ούτε λεπτό, αυτό που δεν μπορείς να εστιάσεις τη σκέψη πουθενά αλλού, αυτό που νομίζεις ότι εσύ κινείσαι σε slow motion όταν όλα γύρω σου είναι σε fast forward. Δεν ξέρω αν περνάνε καλά. Ξέρω ότι είναι βολεμένοι, όμως. Ενώ οι άλλοι, εμείς, ίσως να μην το νιώσουμε ποτέ αυτό. 

Θέλω να καταλήξω κάπου, αλλά πού; Δεν ξέρω και τις δύο πλευρές. Άσε που πιθανόν κάτι χάνω στις γκρίζες ζώνες που αποφεύγω πάντα συνειδητά και από επιλογή. Οπότε δε θα καταλήξω πουθενά. Απλώς θα πω ότι όσοι ακολουθούν την καρδιά τους και, ίσως συνειδητά, αγνοούν τη φωνή της λογικής περνάνε ζόρικα. Γιατί δεν φροντίζουν το προσωπικό συμφέρον, ενώ οι περισσότεροι - ίσως βάσει ενστίκτου επιβίωσης - το κάνουν. Και οι πρώτοι έχουν απέναντί τους συνήθως τους δεύτερους. Και βράσε ρύζι. Έχουν γεμίσει οι γκρεμοί "πτώματα", φίλε. Και πάνω, εκεί λίγο πριν την άκρη του γκρεμού, είναι οι πρώτοι και τους κοιτάνε. Και σκέφτονται, ίσως, τι καλά που είναι στη βολή τους... 

Και μια σχετική-άσχετη προσθήκη...
Όταν μια ιστορία τελειώνει, συνήθως βλέπω ανθρώπους να καταριούνται την ώρα και τη στιγμή, να βρίζουν αυτόν στον οποίο τους οδήγησε η καρδιά τους. Έχω μέρες που απορώ και με αυτό. Τότε έρχεται η λογική και βλέπετε τα στραβά; Ή μήπως μιλάει ο πόνος με τη φωνή του φαινομενικού μίσους; Ή μηπως δεν ήταν αγάπη πριν; Ξέρεις, όταν ρίχνεις στον βόθρο αυτό που μέχρι χθες είχες σε βάθρο, δεν πέφτει αυτό, εσύ πέφτεις. Αφού ακολούθησες την καρδιά τυφλά, προφανώς δεν έβλεπες τα στραβά ή δεν ΗΘΕΛΕΣ να τα δεις. Όπως και να 'χει, μη φτύνεις εκεί που έτρωγες. Και όπως λέω πάντα, μη θεωρήσεις ποτέ κανέναν δικό σου άνθρωπο αν δεν έχεις μοιραστεί μαζί του, αν δεν έχεις κλάψει μαζί του, αν δεν έχεις γελάσει μαζί του, αν δεν έχεις "τσαλακωθεί" μαζί του,  κι αν δεν έχεις τσακωθεί μαζί του. Γιατί έτσι θα τον έχεις δει σε περισσότερες εκφάνσεις της ζωής και θα ξέρεις αν πραγματικά τον αγαπάς ή απλώς τον συμπαθείς ή απλώς ταιριάζετε ή απλώς κάνετε καλό σεξ. 

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Το μαξιλάρι

Το μαξιλάρι. Αυτό τα ξέρει όλα. Αυτό μαζεύει τα όνειρά σου, τα δάκρυά σου, τις ευχές και τις προσευχές σου, τις αϋπνίες σου, τις τύψεις και τις ενοχές σου, τις κρυφές επιθυμίες σου κι όλα αυτά που δε λες. Το μαξιλάρι, φίλε. Υποτιμημένο αντικείμενο...

Είναι εκεί κάθε βράδυ. Είτε είσαι μόνος είτε όχι. Ακούει κι αυτά που δε λες. Νιώθει τις ανάσες που κόβονται και τους παλμούς που χάνονται σε κάποιες θύμησες, σε κάποιες σκέψεις, σε κάποιες εικόνες. Θυμάται κι αυτά που ξεχνάς εσύ. Και δε σου τα θυμίζει. Γιατί για να τα ξέχασες, ή τα απώθησες ηθελημένα ή δεν άξιζε να τα θυμάσαι. Είναι εκεί κάθε βράδυ. Συλλέγει τη βραδινή σου ανασκόπηση, τους απολογισμούς, τα μείον και τα συν του καθημερινού σου ταμείου. Και δε σου τα χτυπάει μετά. Δε σου ζητάει ούτε ρέστα ούτε χρωστούμενα. Είναι εκεί κάθε βράδυ. Σε περιμένει να ξεκουραστείς. Δεν παραπονιέται που στριφογυρνάς άυπνος και κάθιδρος κάποιες φορές. Δεν γκρινιάζει όταν το χτυπάς για να φουσκώσει λίγο πάλι ούτε όταν μαζεύει τα δάκρυά σου τη στιγμή που βουτάς μέσα το πρόσωπο για να μην ακουστούν οι λυγμοί σου. Είναι εκεί κάθε βράδυ. 

Κοιμάμαι πάντα με δύο. Ένα στο κεφάλι κι ένα αγκαλιά. Χωρίς το πρώτο ίσως και να τα κατάφερνα, χωρίς το δεύτερο ποτέ. Μπορεί να το έχω απλώς δίπλα μου και να το ακουμπάω. Αλλά εν τη απουσία του δεν έχω καταφέρει ποτέ να κοιμηθώ. Άλλες φορές το αγκαλιάζω δυνατά... Του δίνω ίσως τις αγκαλιές που χρωστάω σε ανθρώπους. Άλλες φορές ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω του, σαν να ήταν αυτό άνθρωπος στο στέρνο του οποίου έχω ανάγκη να αφεθώ. Υποκατάστατο; Συλλέκτης ονείρων; Ελπίδων; Δακρύων; Ανάγκη; Επιλογή; Σταθερή αξία;

Σχεδόν τρία χρόνια εδώ (εδώ ξέρω να τα στρογγυλεύω προς τα πάνω, στην ηλικία κωλώνω) κι ένα μαξιλάρι της προκοπής δεν έχω βρει. Έχω αλλάξει πέντε. Κανένα δε με βολεύει, κανένα δε μου αρέσει, πιάνεται ο αυχένας μου, το ένα είναι πολύ χαμηλό, το άλλο είναι πολύ ψηλό. Αλλά είναι κάθε βράδυ εκεί. Κι ακούν όσα δε λέω. Κι είναι πολλά. Αν ήταν άνθρωπος, θα με είχε ήδη βαρεθεί. Υποκατάστατο; Δεν ξέρω, φίλε. Ξέρω μόνο πως είναι εκεί κάθε βράδυ... Αν μου έδινε και καμία συμβουλή, ίσως να γινόταν ο καλύτερός μου φίλος. Ή ο χειρότερός μου εχθρός, ποιος ξέρει;

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Όσα δε μου λες... τα ξέρω

Αυτό το (υπερ)μεταφυσικό που ακόμα κι όταν δε σου μιλά ο άλλος καταλαβαίνεις τι θα ήθελε να σου πει συμβαίνει και σε εσάς ή έχω περάσει σε άλλα επίπεδα συνειδητότητας-αντίληψης και δεν το έχω καταλάβει ακόμα; Σας μιλάνε κι εσάς οι σιωπές ή η έλλειψη ήλιου παρεμποδίζει τη σωστή εγκεφαλική λειτουργία και θολώνει τη σκέψη; Βλέπετε κι εσείς την αλήθεια που κρύβεται στις λέξεις του άλλου ή μεθερμηνεύω κατά το δοκούν; Καταλαβαίνετε κι εσείς κάποιον κοιτώντας τον στα μάτια ή να το πάρω πάνω μου; 

Γράφω πολύ. Πολλά χρόνια. Μιλάω λίγο (εκτός από εκείνες τις στιγμές που παραληρώ ασύστολα για άσχετα πράγματα, προσπαθώντας να πνίξω αυτό που ουσιαστικά θέλω να πω). Κι έχω την τρελή απαίτηση να με καταλαβαίνει ο άλλος έτσι, από μόνος του. Να διαβάζει σιωπές, να ερμηνεύει βλέμματα, να μεταφράζει αναστεναγμούς και μορφασμούς. Γιατί να το κάνει; Γιατί δυσκολεύομαι εγώ να εκφραστώ, ας πούμε; Για να με διευκολύνει; Γιατί μπορεί; Ξέρω κι εγώ; Για όλα αυτά μάλλον. Όλοι το κάνουμε, νομίζω. Όταν δυσκολευόμαστε, κρυβόμαστε πίσω από βολικές (ή άβολες) σιωπές, πίσω από αμήχανα βλέμματα, πίσω από βαθείς αναστεναγμούς. Και, όχι, δεν είναι απαίτηση που θέλουμε ο άλλος να καταλάβει. Μάλλον προσδοκία θα το χαρακτήριζα. Ελπίδα ίσως; (ΑΥΤΗ θα μας θάψει όλους, χρόνια το λέω).

Πιο βολική η πλευρά αυτού που σιωπά, όμως, να τα λέμε κι αυτά. (Κι ας είμαι αυτή που το κάνει συχνά). Γιατί αυτός κρύβεται ωραία-ωραία στην ανημπόρια του ή στην έλλειψη θέλησης κι αφήνει τον άλλον στο σκοτάδι να καταλάβει. Κι αν ο άλλος πάρει λάθος στροφές, χαθήκατε. Αν μεταφράσει τη σιωπή της ανημπόριας ως σιωπή αδιαφορίας, χαθήκατε. Αν μεταφράσει τη σιωπή της αδιαφορίας ως σιωπή ανημπόριας, μπορεί και να καταλήξει βλάχικος ταραμπάκος (κολλιτσίδα ξερωγώ, πώς το λένε στο χωριό σας;). Κοινώς, αν δεν είσαι καλός μεταφραστής, φίλε, την πάτησες...

Εμείς πάλι που έχουμε τόσα χρόνια εμπειρία στη μετάφραση καταλαβαίνουμε κάτι παραπάνω. Καταλαβαίνουμε αυτούς που σιωπούν γιατί πονάνε, καταλαβαίνουμε αυτούς που σιωπούν γιατί δεν έχουν πια κάτι άλλο να πουν, καταλαβαίνουμε αυτούς που σιωπούν γιατί διστάζουν, γιατί φοβούνται, γιατί τα είπαν όλα ή γιατί τα λένε πια αλλού. Να γιατί "ξέρω όσα δε μου λες". Εξ ιδίων, άλλωστε, κρίνουμε τα αλλότρια. Γιατί έχω μάθει να αποκωδικοποιώ και να μεταφράζω σιωπές, βλέμματα, τελείες και αναστεναγμούς. Τώρα, το αν έμαθα σωστά ή όχι, μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Το ένστικτό μου με προδίδει πάντα. Η μετάφραση σπάνια.