Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Skipped beats

Πήγαιναν συχνά για καιρό σε ένα δωμάτιο πάνω από ένα τζαζ κλαμπ. Ημίφως κυριαρχούσε πάντα. Κάποιες φορές ίσως και μόνο σκοτάδι. Και το δωμάτιο μύριζε πάντα κάτι από καμένη καραμέλα... Πήγαιναν συχνά για καιρό σε εκείνο το δωμάτιο. Κι άκουγαν απόηχους από κάτω. Τον απόηχο από την τζαζ που τραγουδούσαν διάφοροι ημιαλκοολικοί τύποι. Τον απόηχο από τους καβγάδες που έστηναν οι μεθύστακες έξω από το μαγαζί. Καμιά φορά εκείνη κοιτούσε από το παράθυρο, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, τις σκιές στο πεζοδρόμιο, όσο τον περίμενε. Κι άφηνε τη φαντασία της να φτιάχνει ιστορίες για τους ανθρώπους. Σκεφτόταν τι πληγές και τι απωθημένα μπορεί να είχε ο καθένας. Τι σκεφτόταν πριν κοιμηθεί τα βράδια. Τι όνειρα έκανε, τι περίμενε από αυτή τη ζωή. Και, τέλος, τι έψαχνε σε αυτό το τζαζ κλαμπ. 

Μετά ερχόταν εκείνος. Μόλις άκουγε την πόρτα να ανοίγει, η καρδιά της έχανε παλμούς. Γύριζε αργά το κεφάλι για να δει το πρόσωπό του και να καταλάβει πώς ήταν. Ήρεμος; Στενοχωρημένος; Αγχωμένος; Σε κάθε περίπτωση, εκείνη φορούσε το πιο γλυκό της χαμόγελο και τον καλοδεχόταν με ένα φιλί. Μετά από μια ψιλοκουβέντα, εκείνος έπαιρνε θέση στην κουζίνα. Της μαγείρευε κάθε βράδυ. Κι εκείνη του έκανε συντροφιά, ακούγοντας κάθε φορά τις ιστορίες που της έλεγε. Κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Κι όσο εκείνος μιλούσε, εκείνη έκανε εικόνες τις λέξεις του. Στο ένα χέρι κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο, και με το άλλο έστριβε ανεπιτήδευτα μια τούφα από τα μαλλιά της. Στις παύσεις από τις ιστορίες του, έστηναν αυτί να ακούσουν τον απόηχο από το τζαζ κλαμπ. Όταν άκουγαν τραγούδι που άρεσε και στους δύο, χάριζαν ο ένας στον άλλον ένα πονηρό χαμόγελο, τύπου συνομωτικό. Γιατί μόνο εκείνοι ήξεραν πώς και ποια τραγούδια τούς συνέδεαν... Κάποια φορές χόρευαν κιόλας. Ω, πόσο γελούσαν όταν χόρευαν. Και χορεύοντας έφευγαν οι έγνοιες για λίγο, και με τα γέλια ξεχνούσαν για λίγο τα άχαρα της ζωής. Ή τα δύσκολα. Χόρευαν ανέμελα και αστεία, σαν δυο αρχέτυπα Αρλεκίνων. Σαν παλιάτσοι. Σαν μαριονέτες ξεχαρβαλωμένες. Σαν να κορόιδευαν τον ρεαλισμό και να γελούσαν στα μούτρα του...

Δεν ήταν "συννεφάκι" το δωμάτιο αυτό. Ήταν υπαρκτό. Καταφύγιο ίσως. Απάγκιο. Ειπώθηκαν, ακούστηκαν, μοιράστηκαν πολλά εκεί μέσα. Ίσως και δυο ζωές συνοπτικά. Ωστόσο, όπως όλα στη ζωή δυστυχώς, δεν είναι το ίδιο πια. Εκείνη εξακολουθεί να πηγαίνει κάθε βράδυ. Εξακολουθεί να κοιτάζει από το παράθυρο, με ένα τσιγάρο στο χέρι. Αλλά αυτή τη φορά δεν κοιτάζει τις σκιές των θαμώνων του κλαμπ. Αναζητάει τη δική του σκιά. ...like a poet needs the pain.... or as roses need the rain, που λέει κι η Νίνα...
https://www.youtube.com/watch?v=G3TcEZYU3XY

Δεν είναι το ίδιο πια, αλλά υπάρχει. Σε άλλη μορφή, σε άλλη διάσταση, ίσως με άλλον τρόπο. Εκείνη θυμάται ακόμα τις εικόνες που έφτιαχναν οι λέξεις από τις ιστορίες του. Και πάντα τις συνοδεύει με τα τραγούδια του. Και ξεχνάει τις σκληρές του λέξεις, αυτές που της είπε φεύγοντας. Ίσως γιατί τις πίστευε ή ίσως για να την απομακρύνει... Τις ξεχνάει ηθελημένα. Τον θυμάται μόνο όρθιο στην κουζίνα, να λέει ιστορίες, να μαγειρεύει, να πλησιάζει στο τραπέζι και σκύβοντας να πάρει ένα τσιγάρο να της σκάει ένα φιλί στον ώμο που ξεπρόβαλλε από το λευκό μπλουζάκι...

Το δωμάτιο το κράτησε, λοιπόν. Έστω και μόνη της. Και περνάει τα βράδια κοιτώντας από το παράθυρο, αναζητώντας μια σκιά. Τη δική του. Κι όταν ακούει βήματα στον διάδρομο, χάνει παλμούς. Το ίδιο κι όταν περνάει κάποια σκιά που της τον θυμίζει. Ζει με την ψευδαίσθηση ότι είναι κρυμμένος σε κάποιο στενό απέναντι και την κοιτάζει κρυφά. Κι έτσι περνάνε τα βράδια, αλλιώς δεν κοιμάται... Αν δεν νιώθει ότι there's someone to watch over her...